Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή του καθενός μαςόπου συγκεκριμένες συνθήκες δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για να ανθίσει μια ηττοπαθής θέαση του κόσμου. Είναι εκείνες οι περίοδοι που το άτομο, υποταγμένο σε κάποια προσωπική ρουτίνα, καταλήγει να αμφισβητεί ακόμα και την ίδια τη γραμμική εξέλιξη του χρόνου και αγανακτεί με την αυθαίρετη διαπίστωση πως η δική του ζωή έχει πάψει να την ακολουθεί, εγκλωβισμένη σε μια άγονη επανάληψη. Ένα παρόμοιο συναίσθημα είχε κυριαρχήσει στην καθημερινότητά μου κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου των σπουδών μου στην Οξφόρδη. Η ψευδαίσθηση της ολοκληρωτικής απουσίας προσωπικής πρωτοβουλίας στον καθορισμό του χρόνου και του είδους των δραστηριοτήτων μου, και η αντικατάστασή της από ένα πρόγραμμα σχεδόν υπερβατικό στην αδιατάρακτη φύση του, με είχαν οδηγήσει στη βεβαιότητα πως αυτή θα ήταν στο εξής η ζωή μου. Ωστόσο, η διάψευση αυτής της προφητείας πλήξης δεν άργησε να έρθει.
Ήταν ένα πρωινό Τετάρτης,της πιο συμβολικής ημέρας της εβδομαδιαίας ρουτίνας μου, αφού κάθε Τετάρτη, στις δέκα ακριβώς, συναντούσα τον επόπτη μου για να συζητήσουμε την εργασία που μου είχε αναθέσει την προηγούμενη Τετάρτη, κι έτσι να κλείσει ο κύκλος που κάθε φορά άρχιζε από το ίδιο ακριβώς σημείο για να καταλήξει και πάλι σε αυτό. Αν θυμάμαι καλά, ήταν προς τα τέλη του δεύτερου τριμήνου, δηλαδή κάπου στις αρχές Μαρτίου.
Είχα φτάσει βρεγμένος ως το κόκαλο, γιατί μόλις είχα βγει από το σπίτι έπιασε βροχή, αλλά, από φόβο μην αργήσω στη συνάντηση, δεν επέστρεψα σπίτι για να πάρω ομπρέλα. Ο επόπτης μου αντί άλλου σχολίου περιορίστηκε σε μερικές συμβουλές για την αποφυγή πιθανού κρυολογήματος και αρχίσαμε να συζητάμε την επιγραφή που είχα μεταγράψει, μεταφράσει και σχολιάσει. Η δουλειά που είχα κάνει τον ικανοποίησε, με την εξαίρεση κάποιων προβλημάτων στην παρουσίαση του γραπτού μου, αλλά καθώς έκρινε πως ήταν μάλλον επουσιώδη, δεν μου την επέστρεψε με την παραίνεση να τα διορθώσω και να του την ξαναδείξω. Αντίθετα, και με μια μάλλον παιγνιώδη διάθεση, μου είπε πως εκείνη τη φορά είχε για μένα «something special». Πριν προλάβω να απαντήσω με κάποιο αμήχανο αστείο, έβγαλε από ένα χάρτινο κουτί αρχειοθέτησης, που ήταν μόνιμα πάνω στο γραφείο του, ένα έκτυπο. Το τύλιξε προσεκτικά σε ρολό και αφού το έβαλε σε έναν κύλινδρο, από εκείνους που χρησιμοποιούν οι αρχιτέκτονες για τα σχέδιά τους, μου το έδωσε λέγοντάς μου χαμογελαστά «ελπίζω να σου αρέσουν τα αινίγματα». Μου εξήγησε πως το έκτυπο αντιστοιχούσε σε μια pierre errante, έναν πλάνητα λίθο. Με άλλα λόγια, η επιγραφή αυτή δεν είχε βρεθεί στον τόπο ανάθεσής της, αλλά είχε ταξιδέψει και ανακαλυφθεί αλλού. Εγώ θα έπρεπε να βρω την αφετηρία αυτού του ταξιδιού, βασιζόμενος στα στοιχεία που μου παρείχε ο λίθος και το κείμενο που έφερε. Λίγο η υπέρμετρη αυτοπεποίθησή μου, λίγο το γεγονός ότι μετά από μήνες δουλειάς με επιγραφές ψηφισμάτων πολιτογράφησης ξένων στρατιωτών μού δινόταν τώρα η ευκαιρία να παραδοθώ στη φαντασίωση μιας ντετεκτιβικής έρευνας, σχεδόν πανηγύρισα – για να μην υπερβάλλω, χαμογέλασα ειλικρινά και όσο πιο πλατιά μπορούσα. Τη χαρά μου δεν μετρίασε ούτε καν η πληροφορία πως η επιγραφή ήταν, φυσικά, ήδη δημοσιευμένη και πως μεγάλοι επιγραφικοί, όπως ο Louis Robert, είχαν καταπιαστεί με αυτήν και είχαν προτείνει θεωρίες για τον τόπο καταγωγής της. Ο επόπτης μου με παρέπεμψε στη σχετική βιβλιογραφία, εγώ τον ευχαρίστησα για το αναπάντεχο δώρο και χωρίσαμε. Μέχρι την Τετάρτη της επόμενης εβδομάδας.
Η άσκησή μου πάνω σε αυτή την επιγραφήέμελλε να γίνει κάτι περισσότερο από μια ευχάριστη ανάμνηση από τα ακαδημαϊκά μου χρόνια. Ήταν μία από τις τρεις τελικές εργασίες μου για το πτυχίο κι εκείνη που ανέβασε τον μέσο όρο του βαθμού μου έτσι ώστε να καταφέρω να εξασφαλίσω υποτροφία για το διδακτορικό μου την επόμενη χρονιά. Αλλά η συνεισφορά της δεν περιορίστηκε εκεί. Μερικά χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 2012, διοργανώθηκε στην Αττάλεια της Τουρκίας το 2ο Ελληνοτουρκικό Συμπόσιο Επιγραφικής. Ένας παλιός μου καθηγητής, μέλος της οργανωτικής επιτροπής, με προσκάλεσε να συμμετάσχω ως ομιλητής. Η επιστημονική μου φιλοδοξία παρέμενε ακόμη ισχυρή και μετρούσα ήδη πέντε χρόνια διαμονής στην Αγγλία. Έτσι, από τη μια το κολακευμένο μου εγώ κι από την άλλη η ευκαιρία να βρεθώ σε έναν τόπο όπου ο ήλιος έλαμπε με τον τρόπο που νοσταλγούσα, δεν μου άφησαν περιθώριο για δεύτερες σκέψεις. Ετοίμασα την πρόταση της εισήγησής μου, η οποία θα στηριζόταν στα συμπεράσματα της έρευνάς μου πάνω στον πλάνητα λίθο, και η επιγραφή ταξίδεψε ξανά, αυτήν τη φορά όμως κουβαλώντας κι εμένα μαζί της.
Ένας από τους πρώτους εραστές του Καβάφη ήταν Αιγύπτιος, οι περισσότεροι μελετητές του ποιητή συμφωνούσαν πως η στροφή των έργων του Καβάφη σε θεματικές βασισμένες στην ιστορία της ελληνιστικής περιόδου οφειλόταν στη σχέση του με τον συγκεκριμένο άνδρα.
Η παρουσίασή μου όμως δεν πήγε καθόλου όπως περίμενα.Η προσδοκία μου πως τα σχόλια του έμπειρου και κατηρτισμένου κοινού μου θα με βοηθούσαν να βελτιώσω τα τελικά μου συμπεράσματα και να παραγάγω κάποιο άρθρο άξιο προς δημοσίευση διαψεύστηκε. Μίλησα ακριβώς πριν από το μεσημεριανό διάλειμμα και, ασφαλώς, ξέφυγα από το χρονικό περιθώριο, με αποτέλεσμα στο τέλος να μη δεχθώ ούτε μία ερώτηση ή παρατήρηση. Οι παρευρισκόμενοι προτίμησαν να κινηθούν βιαστικά προς τον μπουφέ έξω από την αίθουσα. Τους ακολούθησα κι εγώ, ελπίζοντας να καλύψω τη γεύση της απογοήτευσης με την πικράδα του τούρκικου τσαγιού. Ερμηνεύοντας κάπως διασταλτικά αυτό που μόλις είχε συμβεί ως δημόσιο εξευτελισμό, είχα αποτραβηχτεί σε μια άκρη του διαδρόμου και κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, απολαμβάνοντας δήθεν ανέμελα το τοπίο έξω από το παράθυρο. Ακόμα και όταν άκουσα βήματα να σταματούν δίπλα μου δεν γύρισα να δω ποιος με είχε πλησιάσει. Ήμουν αποφασισμένος να παίξω τον ρόλο του ρεμβάζοντος λογίου ως το τέλος. Ο άνθρωπος όμως που βρισκόταν δίπλα μου είχε βρεθεί εκεί για να μου μιλήσει κι όχι για να αποφύγει κι εκείνος το πλήθος των υπολοίπων, γιατί, αφού έβηξε λίγο ψεύτικα, μου ζήτησε κάπως νευρικά συγγνώμη για την ενόχληση. Γύρισα λίγο πιο απότομα απ'ό,τι θα επέβαλλε η προσποίησή μου και στο πρόσωπο του υπερήλικα που στεκόταν απέναντί μου αναγνώρισα τον καθηγητή Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Αρκαμσεχίρ, Ασλάν Μπαρίς.
Συστηθήκαμε και τυπικά,αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μας είχε δοθεί η ευκαιρία να γνωριστούμε προσωπικά, και αμέσως μου είπε πως είχε βρει ιδιαίτερα αξιόλογη την εισήγησή μου και πως, εν γένει, η μεθοδολογία που είχα ακολουθήσει στην έρευνά μου πρόδιδε άνθρωπο με στέρεες βάσεις στην επιστήμη του, αλλά και με τη δυνατότητα να σκέφτεται έξω από στεγανά, ιδιότητα εξαιρετικά χρήσιμη για όποιον θέλει να καταπιαστεί με την επιγραφική. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως μέσα στην αίθουσα είχα τελικά καταφέρει όχι μόνο να περισώσω την υπόληψή μου, αλλά ίσως και να αποσπάσω μια μικρή νίκη. Βέβαια, συνέχισε, διαφωνούσε με τα τελικά μου συμπεράσματα. Παρόλο που τα επιχειρήματά μου υπέρ της ταύτισης του τόπου καταγωγής του λίθου με την Απολλωνία στον Ρύνδακο συγκροτούσαν μία εξαιρετικά ελκυστική και πειστική υπόθεση, η δική του γνώμη ήταν πως η προέλευση του λίθου θα έπρεπε να αναζητηθεί πολύ νοτιότερα, έξω από τα γεωγραφικά όρια της Μικράς Ασίας. Σ'αυτό το σημείο φάνηκε σαν να κομπιάζει, μάλλον αιφνιδιασμένος από τον κάπως έντονο μορφασμό απορίας μου. Τον παρότρυνα ευγενικά να συνεχίσει. Μου εξήγησε πως καταλάβαινε γιατί αυτά που μου έλεγε μπορεί να μου ακούγονταν εξωφρενικά, μια και η παρουσία στεφανηφόρου ως επωνύμου άρχοντα της πόλης και οι διάσπαρτοι ιωνικοί τύποι στη γλώσσα της επιγραφής συνηγορούσαν με τη θεωρία που είχα αναπτύξει. Ωστόσο, το πέτρωμα του λίθου δεν απαντούσε πουθενά στη Μικρά Ασία και από τις διαστάσεις και το σχήμα του δεν προέκυπτε πως ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου, κάποιου μνημείου για παράδειγμα, ούτως ώστε να δικαιολογείται ίσως η εισαγωγή του συγκεκριμένου πετρώματος για χρήση οικοδομική. Η άποψή μου πως ο λίθος είχε καταλήξει στη Χίο, όπου ανακαλύφθηκε, ως αποβληθέν υλικό έρματος ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση.
Όμως, σε αντίθεση με τη δική μου υπόθεσηότι τον είχε αποθέσει εκεί το πλήρωμα κάποιου γενοβέζικου πλοίου την εποχή που το νησί και το εμπόριο αλουνίτη από τη Μυγδονία βρίσκονταν στα χέρια των Γενουατών, ο καθηγητής Μπαρίς ήταν βέβαιος πως ο λίθος προερχόταν από το αμπάρι ενός από εκείνα τα αιγυπτιώτικα προσφυγικά πλοιάρια που στα τέλη του 1959 βρέθηκαν για κάποιον ανεξήγητο λόγο στη Χίο. Ένευσα συγκαταβατικά, αφού όλα αυτά ταίριαζαν περισσότερο σε τηλεπωλητή βιβλίων που αποκαλύπτει δήθεν απαγορευμένες αλήθειες για την ιστορία της ανθρωπότητας παρά σε καθηγητή πανεπιστημίου. Καταλάβαινα πια πως ο καθηγητής Μπαρίς δεν με είχε πλησιάσει γιατί είχε εκτιμήσει την ομιλία μου αλλά επειδή διαισθάνθηκε σ'εμένα μια αδυναμία που με καθιστούσε τον ιδανικότερο ακροατή του ανοιακού του παραληρήματος. Κάποιο ασαφές καθήκον οίκτου όμως με εμπόδισε να τον διακόψω και να αποχωρήσω, κι έτσι έμεινα υποκρινόμενος ενδιαφέρον. Ως τότε είχε προλάβει να μου πει ότι ο λίθος ήταν συηνίτης, πέτρωμα πυριγενές της οικογένειας των πλουτωνιτών, γεγονός που υποδείκνυε με βεβαιότητα ως τόπο προέλευσής του το λατομείο στο οποίο είχε βρεθεί και ο ημιτελής οβελίσκος της Ελεφαντίνης, τον οποίο, μου τόνισε, δεν έπρεπε να μπερδεύω με τον άλλο, γνωστότερο οβελίσκο του Ασσουάν. Αναφέρθηκε επίσης σε κάποια άγνωστη κοινότητα Ελλήνων στρατιωτών που κατά την αρχαιότητα φρουρούσαν τα νότια σύνορα της Αιγύπτου τα οποία ορίζονταν από τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου. Κατά την άποψή του, εκείνοι ήταν που είχαν εκδώσει το ψήφισμα της επιγραφής μου. Σκέφτηκα να τον διακόψω και να εκφράσω τις ενστάσεις μου, αλλά η σύμβαση της ευγένειας με εμπόδισε. Μετανιώνω ακόμη για την ατολμία μου να τον εμποδίσω, γιατί στη συνέχεια είπε κάτι που έμελλε να με σημαδέψει με τρόπο απροσδόκητο. Υποστήριξε πως απόγονοι αυτών των στρατιωτών ήταν οι Αιγυπτιώτες πρόσφυγες που βρέθηκαν στη Χίο, και πως, μολονότι δεν γνώριζε πολλές λεπτομέρειες για τη μετέπειτα πορεία τους, το ελληνικό κράτος φρόντισε να τους περιθάλψει και να τους μετεγκαταστήσει στην Αθήνα. Ομολογώ πως κάπου εκεί σταμάτησα να τον παρακολουθώ κι ευτυχώς, όχι πολύ αργότερα, μας κάλεσαν να ξαναμπούμε στην αίθουσα. Μέχρι την αναχώρησή μου δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να αποφύγω τον Ασλάν Μπαρίς.
Περίπου έναν μήνα μετά,ένα από εκείνα τα βράδια που είχα αποφασίσει να τα περάσω μακριά από τη βιβλιοθήκη, συναντηθήκαμε με τον Χόρχε για μια χαλαρή μπίρα. Το κανονικό του όνομα ήταν Γιώργος Λεβέτης, αλλά μια που η Ισπανίδα γκόμενά του τον φώναζε «Χόρχε», το υιοθέτησα κι εγώ. Όπως συνήθως, η κουβέντα άρχισε με την τελετουργική γκρίνια για το πόσο αγχωμένοι ήμασταν με τα διδακτορικά μας –έγραφε κι εκείνος τη διατριβή του με θέμα τον τρόμο ως genre στη νεοελληνική ποίηση των αρχών του 20ού αιώνα– για να καταλήξει σε αστεία περιστατικά από συνέδρια. Ο Χόρχε είχε φυσικό ταλέντο στην αφήγηση και κατάφερνε να παρουσιάζει ως αλλόκοτα ακόμα και τα πιο κοινότοπα επεισόδια. Ήμουν σίγουρος όμως πως τίποτε απ'όσα μου είχε πει εκείνο το βράδυ δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με την περίπτωση Ασλάν Μπαρίς. Του τη διηγήθηκα λεπτομερώς, αλλά η αντίδρασή του ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που περίμενα. «Εκτός από μαλάκας είσαι και παντελώς άσχετος. Απορώ πώς βρέθηκες εσύ σε πανεπιστήμιο» μου είπε. «Δεν ξέρω να σου πω για τα υπόλοιπα, αλλά ότι υπήρχε αυτή η ιστορική κοινότητα Αιγυπτιωτών στη νότια Αίγυπτο είναι γνωστό». Δεν ήξερε πολλές λεπτομέρειες για την ιστορία της, παρά μόνο ότι ένας από τους πρώτους εραστές του Καβάφη είχε τέτοια καταγωγή. Μάλιστα, οι περισσότεροι μελετητές του ποιητή συμφωνούσαν πως η στροφή των έργων του Καβάφη σε θεματικές βασισμένες στην ιστορία της ελληνιστικής περιόδου οφειλόταν στη σχέση του με τον συγκεκριμένο άνδρα. Τον ρώτησα αν με κορόιδευε. Ξεφύσηξε δυσανασχετώντας θεατρικά με την άγνοιά μου και μου είπε «καλά, αγόρι μου, δεν έχεις ακούσει για το πρώτο σχεδίασμα του ποιήματος "Ποσειδωνιάται"; Είναι από τα Κρυμμένα. Αυτό που πάει Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται / εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι / με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους, και λοιπά και λοιπά; Ε, αυτό στην πρώτη του γραφή δεν αναφερόταν στους Ποσειδωνιάτες αλλά στους Αυτομόλους, έτσι τους λέγανε αυτούς, κι αντί για Τυρρηνούς και Λατίνους έλεγε για Χωράσμιους και Αραμαίους. Γενικά, το πλαίσιο δεν αφορούσε την Ιταλία αλλά την Αίγυπτο». «Και τι σχέση έχει με τους πρόσφυγες και τη δική μου επιγραφή;» του λέω. «Αυτό δεν το ξέρω. Εσύ είσαι ο ιστορικός. Απλά σου λέω ότι αυτοί οι άνθρωποι υπήρχαν και όχι μόνο υπήρχαν, απ'ό,τι φαίνεται είχαν και σοβαρή ιστορία για να επηρεαστεί τόσο πολύ ο Καβάφης».
H κοινότητα των Αυτομόλων συγκέντρωνε χαρακτηριστικά τα οποία τη διαχώριζαν από τις υπόλοιπες ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου και το κέντρο κατοίκησής της εντοπιζόταν πέριξ του πρώτου καταρράκτη του Νείλου.
Δεν μπορώ να πω πως το θέμα με απασχόλησε ιδιαίτερα τότε.Μόνο πολύ καιρό μετά, σε μία από εκείνες τις περιόδους που οι σκέψεις για το μάταιο της ακαδημαϊκής δραστηριότητας με είχαν βυθίσει σε διαλυτική απραγία, αποφάσισα να καταπιαστώ και πάλι με την αινιγματική καταγωγή της επιγραφής μου. Ίσως περισσότερο για να μπορέσω να αφουγκραστώ και πάλι, έστω και για μια στιγμή, τις φωνές εκείνες που χρόνια πριν με είχαν καλέσει να ασχοληθώ με την Ιστορία.
Αυτήν τη φορά δεν ξεκίνησα από το κείμενο στον λίθο.Ζήτησα από τον Χόρχε να μου προτείνει ενδεικτικά κάποιες μελέτες για το έργο του Καβάφη, κι ήταν στη μονογραφία «Voix de la rivière: La poésie de Cavafy et la première cascade» του Γάλλου φιλολόγου Jean-Sébastien Masson που βρήκα την αρχή του νήματος. Εκεί γινόταν αναφορά σε μια πληθυσμιακή ομάδα τα μέλη της οποίας κατοικούσαν σε κώμες παρακείμενες του πρώτου καταρράκτη του Νείλου, στην περιοχή του Ασσουάν, και που το αιγυπτιακό κράτος αναγνώριζε ως μέρος της ελληνικής μειονότητας. Σύμφωνα με τον Γάλλο μελετητή όμως, τόσο τα ήθη και τα έθιμά της όσο και η γλώσσα παρέπεμπαν σε μια διαφορετική καταγωγή. Για τη γλώσσα συγκεκριμένα παρατηρούσε πως ενώ δανειζόταν το λεξιλόγιό της σχεδόν εξ ολοκλήρου από την ελληνική και την περσική, στη σύνταξή της ακολουθούσε τους κανόνες των δυτικών σημιτικών διαλέκτων. Διατύπωνε, λοιπόν, τη θεωρία πως η επαφή του Καβάφη με εκείνη τη γλώσσα μέσω του εραστή του που καταγόταν από τη συγκεκριμένη κοινότητα τον σημάδεψε σε τέτοιον βαθμό, που επιχείρησε να γράψει σε αυτήν. Κατά τον Καβάφη, συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά μιας ποιητικής Ursprache, που η πρωτεϊκή της αρχαϊκότητα θα του επέτρεπε να υπερβεί τα όποια εκφραστικά του αδιέξοδα. Διαπιστώνοντας, ωστόσο, την αδυναμία του να την κατακτήσει στο επίπεδο που έκρινε πως ήταν απαραίτητο για να εξυπηρετήσει την ποιητική του φιλοδοξία, αποφάσισε να την παρακάμψει, καταφεύγοντας στη λύση μιας νέας ποιητικής θεματικής. Επέλεξε, δηλαδή, να αντλήσει από το ιστορικό υλικό της ελληνιστικής εποχής, το πνεύμα της οποίας, κατά την άποψή του, «comme cette langue, était le miroir sur lequel la face caléidoscopique du monde pouvait se refléter avec clarté» (μτφρ.: όπως κι εκείνη η γλώσσα, ήταν ο καθρέφτης πάνω στον οποίο αντανακλώνταν με καθαρότητα το καλειδοσκοπικό πρόσωπο του κόσμου).
Το έργο του Masson υπήρξε καθοριστικό για την έρευνά μου,δεδομένου όμως πως το ενδιαφέρον του ήταν καθαρά φιλολογικό και δη επικεντρωμένο στον Καβάφη, δεν μπορούσε να με καλύψει. Για καλή μου τύχη, σε ένα από τα σχόλιά του παρέθετε ορισμένα άρθρα στα οποία μπορούσε να καταφύγει κάποιος που ήθελε να μάθει περισσότερα γι'αυτούς τους «Grecs singuliers». Ανάμεσά τους ξεχώρισα για τον παράξενο τίτλο του το «Erizannian music and its benthophonic origins: Α weird tale from Aswan».
Στο μεγαλύτερο μέρος του το άρθρο μούήταν ακατανόητο, γιατί καταπιανόταν με τα χαρακτηριστικά ενός υποείδους της τζαζ μουσικής και υπεισερχόταν σε λεπτομέρειες που λόγω ελλιπών γνώσεων ήταν αδύνατον να παρακολουθήσω. Λίγο προτού εγκαταλείψω την ανάγνωση απορώντας τι σχέση είχε αυτό το άρθρο με την έρευνά μου, το μάτι μου έπεσε πάνω στη λέξη «Ασσουάν» κάπου στην ενότητα για τη βενθοφωνική μουσική. Έπιασα να διαβάζω πιο προσεκτικά και διαπίστωσα πως στο συγκεκριμένο κομμάτι γινόταν εκτεταμένη μνεία στην κοινότητα των «Αυτομόλων» –το όνομα με το οποίο είχε αποκαλέσει ο Μπαρίς τους «παράξενους Έλληνες» του Masson– και στη μοναδικότητα της μουσικής τους παράδοσης. Για την ακρίβεια, ο συγγραφέας του, καθηγητής μουσικολογίας στο πανεπιστήμιο του Berklee, κάνοντας μια αναδρομή στην ιστορία της βενθοφωνικής μουσικής, εντόπιζε τις απαρχές της στη λειτουργική μουσική των Αυτομόλων. Η μουσική αυτή δεν ήταν συνοδευτική ή μέρος της ιεροπραξίας, όπως για παράδειγμα οι χριστιανικοί ψαλμοί. Αντίθετα, όλη η τελετουργία ταυτιζόταν με το εκάστοτε μουσικό θέμα. Ο Αμερικανός μουσικολόγος υποστήριζε επίσης πως η βενθοφωνική μουσική δεν γνώρισε καμία σημαντική εξέλιξη από την ανακάλυψή της κι έπειτα, με τις μοναδικές καινοτομίες να περιορίζονται στην εκτέλεσή της εκτός θρησκευτικού πλαισίου. Ο λόγος της αποτυχίας εισαγωγής νέων στοιχείων οφειλόταν τόσο στο γεγονός ότι η ερμηνεία των βενθοφωνικών κομματιών ήταν αδύνατη με μη παραδοσιακά όργανα όσο και στο ότι, σε αντίθεση με άλλες θρησκευτικές μουσικές παραδόσεις, η συγκεκριμένη ήταν αδύνατον να συνδυαστεί με τον λόγο. Όσες προσπάθειες έγιναν για την εισαγωγή στίχων σε βενθοφωνικά θέματα κατέληξαν σε τόσο μεγάλη αποτυχία, που το αποτέλεσμά τους περιγραφόταν ως «σωματικά ανυπόφορο». Το άρθρο κατέληγε στο συμπέρασμα πως ακριβώς αυτός ήταν και ο λόγος που το πείραμα της εριζαννικής τζαζ είχε λειτουργήσει. Όσες ηχογραφήσεις είχαν καταφέρει, εντασσόμενες εμβόλιμα σε δίσκους άλλων μουσικών ειδών, να ξεφύγουν την καταστροφή τους από τους άνδρες της Ελληνικής Ασφάλειας, που το 1965 εξαπέλυσαν πογκρόμ εναντίον της μουσικής αυτής και των κύριων αντιπροσώπων της, ήταν άκρως διαφωτιστικές. Οι πρωτεργάτες της εριζαννικής τζαζ, προερχόμενοι από τις τάξεις της πρώτης γενιάς προσφύγων Αυτομόλων, γνώριζαν σε βάθος τους περιορισμούς του βενθοφωνικού μέλους κι έτσι ακολούθησαν στις συνθέσεις τους τούς δρόμους της δυτικής μουσικής παράδοσης, εισάγοντας απλώς στην ορχήστρα κάποια βενθοφωνικά όργανα, όπως για παράδειγμα τον φλόβιο. Όταν πια τα έργα αυτά επανεμφανίστηκαν πρώτα ως κομμάτια επίδειξης δεξιοτεχνίας ανάμεσα στους μουσικούς της πειραματικής σκηνής του Μαίην, κι έπειτα ως αντικείμενα διαλέξεων στις αίθουσες μουσικών πανεπιστημίων της Αμερικής, έθεσαν τους κανόνες και τα όρια του νέου αυτού είδους.
Οι Αυτόμολοι, λοιπόν, ήταν λιποτάκτες όχι μόνο της εβραϊκής θρησκείας αλλά και όλων των υπόλοιπων θρησκειών των λαών που κατοίκησαν τις δίδυμες πόλεις. Όσον αφορά την αποδιδόμενη σε αυτούς ελληνική καταγωγή, μάλλον οφειλόταν στην ιδιότυπη υβριδική γλώσσα που ανέπτυξαν για τη συνεννόησή τους οι διάφορες αυτές εθνότητες υπό τη σκιά της ελληνιστικής κοινής.
Συνειδητοποίησα πως ό,τι είχα διαβάσει μέχρι εκείνη τη στιγμήδεν με είχε βοηθήσει στο ελάχιστο να σχηματίσω μια καλύτερη άποψη για τους Αυτομόλους. Αντίθετα, ήταν σαν να άκουγα τη συνέχεια του μονολόγου του Ασλάν Μπαρίς, ασυνάρτητου και γεμάτου εξωφρενικούς υπαινιγμούς με παραλειπόμενα τόσο σκοτεινά, που καταντούσαν σχεδόν απόκρυφα. Ψέγοντας τον εαυτό μου που στη βιασύνη του να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα της ταυτότητας των Αυτομόλων είχε παραβλέψει τη βασικότερη μεθοδολογική αρχή της ιστοριογραφίας, αποφάσισα να καταφύγω στις πηγές.
Από τα μέχρι στιγμής δεδομένατο μόνο πράγμα για το οποίο μπορούσα να είμαι σίγουρος ήταν πως η κοινότητα των Αυτομόλων συγκέντρωνε χαρακτηριστικά τα οποία τη διαχώριζαν από τις υπόλοιπες ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου και πως το κέντρο κατοίκησής της εντοπιζόταν πέριξ του πρώτου καταρράκτη του Νείλου. Με αυτό ως αφετηρία ξεκίνησα να αποδελτιώνω αναφορές αρχαίων συγγραφέων σε ομάδες Ελλήνων που είχαν κάποτε είτε δραστηριοποιηθεί είτε εγκατασταθεί σε εκείνη την περιοχή. Η άκρη του νήματος δεν αποκαλύφθηκε στο σχόλιο κάποιου σκοτεινού Αλεξανδρινού φιλολόγου αλλά σε ένα χωρίο του Ηροδότου, ο οποίος, μιλώντας για τις πηγές του Νείλου και την περιοχή γύρω από τον πρώτο καταρράκτη, ανέφερε: ἐπὶ Ψαμμητίχου βασιλέος φυλακαὶ κατέστασαν ἔν τε Ἐλεφαντίνῃ πόλι πρὸς Αἰθιόπων [...] καὶ γὰρ ἐν Ἐλεφαντίνῃ Πέρσαι καὶ Ἴωνες φρουρέουσι (2.30.3). Η Ελεφαντίνη, το νησί που βάσταζαν πάνω από τα νερά του Νείλου οι ράχες βράχων όμοιων με τα αφρικανικά κτήνη, αναδυόταν στο μέσον του ποταμού λίγο βορειότερα από τον πρώτο καταρράκτη. Η πόλη που φιλοξενούσε, μαζί με εκείνη της Συήνης στη δυτική όχθη, ήταν γνωστές στην αρχαιότητα τόσο ως κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου από την Αιθιοπία προς την Αίγυπτο –και το ανάποδο– όσο και ως συνοριακά φρούρια της τελευταίας. Θυμήθηκα πως κάποτε, ανάμεσα στα graffiti που είχαν χαράξει Έλληνες μισθοφόροι στα αγάλματα του Ραμσή Γ'στο Αμπού Σιμπέλ, είχα συναντήσει και μια επιγραφή με αναθέτη κάποιον Νεσχώρ, Αιγύπτιο «Επιστάτη της Πύλης των Νοτίων Χωρών» την περίοδο της Σαϊτικής Δυναστείας. Σε αυτήν εξιστορούσε πώς κατέπνιξε τη στάση των Ελλήνων, Αραμαίων και Εβραίων στρατιωτών που στάθμευαν στα «δίδυμα οχυρά» της Ελεφαντίνης και της Συήνης. Δεν μπορούσα να εμπιστευτώ τη μνήμη μου και γι'αυτό ανέτρεξα στις σημειώσεις μου για να το επιβεβαιώσω. «Στην άβυσσο του Κνουμ», έλεγε η επιγραφή, «πόντισα τα σώματά τους και με τον ήχο των παφλασμών και τον τριγμό των οστών ανάμεσα στις σιαγόνες των κροκοδείλων έφτιαξα μουσική και έτερψα τον Κύριο γης και υδάτων».
Σίγουρα η ευφάνταστη περιγραφή της εκτέλεσης των στασιαστώνείχε κι αυτή τη δική της αξία, ωστόσο εκείνο που με ενδιέφερε ήταν πως, εκτός από Έλληνες και Πέρσες, τα οχυρά της Συήνης και της Ελεφαντίνης επανδρώνονταν επίσης με Εβραίους και Αραμαίους – κάτι που έως τότε αγνοούσα. Επεκτείνοντας την έρευνά μου, διαπίστωσα πως η παρουσία τους ήταν κατά πολύ παλαιότερη της ελληνοπερσικής φρουράς και είχε τον χαρακτήρα μόνιμης εγκατάστασης, όπως μαρτυρεί η ύπαρξη εβραϊκού ναού του YHWH στην Ελεφαντίνη, και των αραμαϊκών θεών Ναμπού, Μπανίτ, Βεθήλ και Ανάθ στη Συήνη. Μάλιστα, η εβραϊκή κοινότητα της Ελεφαντίνης ήταν τόσο σημαντική, που στον Ησαΐα (49.12-13) χρήζει ξεχωριστής αναφοράς (ἄλλοι δὲ ἐκ νήσου Ἐλεφαντίνης), ενώ το «Ἀραμαῖος ἐκ Συήνης» ως όρος υποδήλωνε τους κατοίκους και των δύο πόλεων, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής. Κινούμενος προς χρόνους πιο γνώριμους, παρατηρούσα τις κοινότητες της Ελεφαντίνης και της Συήνης να ορίζουν την ιστορία της περιοχής με τον ίδιο τρόπο που τα δίδυμα οχυρά τους όριζαν τα νότια σύνορα της Αιγύπτου. Γιατί όταν οι Πέρσες του Καμβύση κατέκτησαν την Αίγυπτο στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., όχι μόνο σεβάστηκαν αυτές τις στρατιωτικές κοινότητες αλλά διεύρυναν τα προνόμιά τους, ενισχύοντάς τες παράλληλα με πληθυσμούς Περσών, Μήδων, Βαβυλωνίων, Κασπίων και Χωρασμίων. Την ίδια πολιτική ακολούθησαν και οι Μακεδόνες Πτολεμαίοι, οι οποίοι με τη σειρά τους εγκατέστησαν στην περιοχή Καρχηδονίους, όπως αντίστοιχα έκαναν και οι Ρωμαίοι αργότερα με Θράκες, Γαλάτες και Ναβαταίους.
Το υλικό που είχα συγκεντρώσει έπλαθε μια εικόνα τόσο πολυπρισματική,που η λύση στο ερώτημα της ταυτότητας των Αυτομόλων διαθλώνταν σε ένα πλήθος από πιθανές απαντήσεις. Αποφάσισα να εγκαταλείψω την προσπάθεια. Άρχισα να σκέφτομαι πως όλο αυτό δεν είχε πια τίποτα το υγιές. Ήταν μια αρρώστια που μου είχε μεταδώσει ο Ασλάν Μπαρίς και με την οποία είχα προσπαθήσει να αντικαταστήσω την κατάθλιψη που καιρό τώρα με πολιορκούσε. Ηθελημένα είχα αγνοήσει το γεγονός ότι η μανία είναι το άλλο της πρόσωπο. Άρχισα να μαζεύω βιαστικά τις σημειώσεις μου για να τις καταχωνιάσω μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα που τόσα χρόνια σώρευα στο δωμάτιό μου. Όπως κάθε εμμονικός με την τάξη όμως, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να τις αρχειοθετήσω βάσει συστήματος κι έτσι αναγκαστικά άρχισα να τις διαβάζω και πάλι μία-μία. Τότε ήταν που στο περιθώριο μιας σελίδας εντόπισα ένα σύμβολο που χρησιμοποιούσα στα γραπτά μου για να σημάνω όσα έκρινα ότι έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ένα χωρίο από τον Δανιήλ: καὶ δώσω γῆν Αἰγύπτου εἰς ἔρημον καὶ ῥομφαίαν καὶ ἀπώλειαν ἀπὸ Μαγδώλου καὶ Συήνης, γῆς αὐτομόλου ὑπὸ ὀφθαλμὸν Κυρίου (29.10-11). Κατάλαβα τότε τη σημαντική παρανόηση πάνω στην οποία είχα βασίσει την απόπειρα ερμηνείας μου. Στο κεφάλαιο όπου είχα βρει την αναφορά για την ελληνοπερσική φρουρά στην Ελεφαντίνη, ο Ηρόδοτος μιλούσε και για αυτομόλους Αιγύπτιους στρατιώτες που είχαν αφήσει το οχυρό και είχαν καταφύγει στην Αιθιοπία (2.30.1 κ.ε.). Το συγκεκριμένο στοιχείο με είχε κατευθύνει προς την αναζήτηση της ταυτότητας των Αυτομόλων στους στρατιώτες που ανά περιόδους −η ιστορία της Ελεφαντίνης έβριθε από τέτοια περιστατικά– είχαν εγκαταλείψει τα στρατιωτικά τους καθήκοντα ως συνοριοφύλακες και είχαν αποδράσει στους βαλτότοπους της Νουβίας. Ωστόσο, αν ίσχυε κάτι τέτοιο τότε, ήταν πολύ δύσκολο να δικαιολογηθεί η μετέπειτα παρουσία της κοινότητας των Αυτομόλων πολύ βορειότερα, στην περιοχή του Ασσουάν, μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.
Ο χαρακτηρισμός «αυτόμολος»όμως δεν είχε αποκλειστικά στρατιωτικό σημαινόμενο. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχε θρησκευτικό, όπως μαρτυρούσε το απόσπασμα του Δανιήλ.
Άπλωσα ξανά τις σημειώσεις μου κι αυτήν τη φορά τις διάβασα σαν να ήταν η πρώτη.Λεπτομέρειες που είχα παραβλέψει ως μη σχετικές με το θέμα μου άρχισαν να δομούν σιγά-σιγά μια άλλη αφήγηση. Κομβικής σημασίας ήταν η αναφορά στην καταστροφή του εβραϊκού ναού της Ελεφαντίνης εξαιτίας των ραδιουργιών του Αιγύπτιου ιερέα Βιδράνγα, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., έπειτα από την οποία οι Αραμαίοι της Συήνης πρότειναν στους Εβραίους να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στους δικούς τους ναούς. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη διαρκή εισροή νέων πληθυσμών δημιούργησε τις συνθήκες για την ανάδυση μιας νέας συγκρητιστικής θρησκείας που αντλούσε από τις ιερές παραδόσεις όλων των εθνοτήτων που είχαν εγκατασταθεί στις δύο πόλεις. Δεδομένης της θέσης τους στην περιοχή όπου σύμφωνα με τις δοξασίες βρίσκονταν οι πηγές του Νείλου και το βαθύτερο σημείο του ποταμού (Ηροδ. 2.28.1-18), το νέο δόγμα αναγνώριζε ως κορυφαία και μοναδική θεότητα τον Κνουμ, θεό του Νείλου και δημιουργό του κόσμου κατά τους Αιγυπτίους. Υπό την επιρροή της εβραϊκής πίστης αρχικά και της χριστιανικής αργότερα, ο θεός αυτός έπαψε να κατονομάζεται κι απέκτησε χαρακτηριστικά αντίστοιχα με εκείνα του υπερβατικού θεού των βιβλικών θρησκειών. Βιβλικής επιρροής κρίνεται και η παρουσία προφητειών στα θρησκευτικά πιστεύω των Αυτομόλων, με κεντρική ανάμεσά τους τη γνωστή και ως «παραβολή των σκοπών». Σε αυτήν, μια φυλή διαπιστώνει κάποια μέρα ότι ακριβώς απέναντι από τον οικισμό της έχει αρχίσει η ανοικοδόμηση ενός κολοσσιαίου οχυρού. Τα μέλη της γνωρίζουν ότι με την αποπεράτωσή του θα έρθει το τέλος του κόσμου, αλλά δεν κάνουν καμία προσπάθεια να την εμποδίσουν. Αποφασίζουν μόνο από εκείνη τη μέρα κι έπειτα να καταγράφουν το πέρασμα του χρόνου, χρησιμοποιώντας ως μονάδα μέτρησής του τα στάδια οικοδόμησης του οχυρού.
Οι Αυτόμολοι, λοιπόν, ήταν λιποτάκτεςόχι μόνο της εβραϊκής θρησκείας αλλά και όλων των υπόλοιπων θρησκειών των λαών που κατοίκησαν τις δίδυμες πόλεις. Όσον αφορά την αποδιδόμενη σε αυτούς ελληνική καταγωγή, μάλλον οφειλόταν στην ιδιότυπη υβριδική γλώσσα που ανέπτυξαν για τη συνεννόησή τους οι διάφορες αυτές εθνότητες υπό τη σκιά της ελληνιστικής κοινής.
Οι μεταχριστιανικές πηγές σχεδόν σιωπούν για το θέμα των Αυτομόλων.Ελάχιστες αναφορές μόνο διασώζονται διάσπαρτες σε αφορισμούς του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ευτύχιου και σε βίους Αιγυπτίων αγίων. Μιλούν για μια αίρεση στη νότια Αίγυπτο που αναφέρεται στον θεό ως «θεῷ τῷ ὀφθέντι ἐν τῷ ποταμίῳ βένθει» αντί «τῷ ὀφθέντι ἐν τῷ βάτῳ» και οι ιερείς της τελούν τη θεία λειτουργία κάνοντας χρήση παράξενων μουσικών οργάνων τα οποία δρουν –σύμφωνα με την πίστη τους– ως αγωγοί του θείου λόγου «ἀπὸ τὴν ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐμπλησθεῖσα ἄβυσσον εἰς πᾶσαν κτίσιν, ἥ ὑπὸ ναμάτων ἀρδεύεται και μεταποιείται». Οι μουσουλμάνοι περιηγητές στο σύνολό τους κατατάσσουν τους Αυτομόλους στους ειδωλολάτρες νομάδες της ερήμου και μόλις το 1902 επανεμφανίζονται στην επίσημη έκθεση μελέτης για την κατασκευή του φράγματος στο Ασσουάν από τον Αιγυπτιώτη πολιτικό μηχανικό Αδριανό Δανίνο. Ο τελευταίος κάνει λόγο για την απροκάλυπτη εχθρότητα με την οποία τον αντιμετώπισαν όταν πληροφορήθηκαν τη φύση της εργασίας του.
Ήταν σαφές ότι ο πλάνητας λίθοςμου δεν έφερε το κείμενο κάποιου ψηφίσματος αλλά το επιτάφιο επίγραμμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν επί Νάσερ αποφασίστηκε τελικά η κατασκευή του φράγματος, οι Αυτόμολοι κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στη μετεγκατάστασή τους σε κάποια άλλη τοποθεσία και στον αφανισμό. Αφού τροποποίησαν βιαστικά τα ποτάμια πλοιάριά τους, βαθαίνοντας τις καρίνες τους και φορτώνοντας για έρμα λίθους από τη γη τους, διάλεξαν το δεύτερο. Το 1959 ένας στολίσκος ξεκίνησε από τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου κι αφού τον διέπλευσε σε όλο του το μήκος, αποχαιρέτησε τον θεό ξανοιγόμενος στη θάλασσα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO