Μετά τα γεγονότα του Ελλησπόντου και την καταστροφή των Σπαρτιατών στην Άβυδο οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν σ’ έναν αγώνα κατοχής όσο το δυνατό περισσότερων πόλεων και από τα δύο στρατόπεδα. Στην Αίγινα, που ως τότε είχε φιλικές σχέσεις με την Αθήνα, ο Ετεόνικος, αφού κατάφερε να ξεσηκώσει τους ντόπιους, άρχισε να κάνει επιδρομές στην Αττική.
Η απάντηση της Αθήνας ήταν να στείλει αμέσως τον Πάμφιλο με αξιόλογη δύναμη οπλιτών: «Τούτος κατασκεύασε οχυρώσεις και πολιορκούσε τους Αιγινήτες κι από τη στεριά αλλά κι από τη θάλασσα, με δέκα πολεμικά». (5,1,2). Κατόπιν αυτού έσπευσε στην Αίγινα ο Τελευτίας και έδιωξε τους Αθηναίους από όλο το νησί περιορίζοντάς τους μόνο στα οχυρά.
Αμέσως μετά οι Σπαρτιάτες έστειλαν το ναύαρχο Ιέρακα προς αντικατάσταση του Τελευτία, ο οποίος γνώρισε την αποθέωση από το στρατό του: «… έβαλε πλώρη για την πατρίδα του σ’ αληθινά θριαμβευτική ατμόσφαιρα: καθώς κατέβαινε στην παραλία για το ταξίδι του γυρισμού, δεν έμεινε στρατιώτης που να μην του σφίξει το χέρι· άλλοι τον στεφάνωναν με άνθη, άλλοι με ταινίες· ακόμη και την ώρα που ξανοιγόταν το καράβι του από τη στεριά, όσοι δεν τον είχαν προφτάσει του ‘ριχναν στεφάνια με πολλές καλές ευχές». (5,1,3).
Απεικόνιση αρχαίας ελληνικής φάλαγγας με οπλίτες
Ο Ξενοφώντας μετά την περιγραφή σχολιάζει: «Το ξέρω βέβαια πως αυτά που διηγούμαι δεν αφορούν αξιόλογες δαπάνες, ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις ή τεχνάσματα· ωστόσο νομίζω, μα τον Δία, ότι αξίζει να συλλογιστεί κανείς με ποιον τρόπο κατόρθωσε ο Τελευτίας να γεννάει τέτοιες διαθέσεις στους υφισταμένους του – γιατί αυτό αποτελεί σημαντικότερο επίτευγμα, για έναν άνδρα, από το να δαπανήσει πολλά χρήματα ή να περάσει πολλούς κινδύνους». (5,1,4).
Ο Ιέραξ άφησε στην Αίγινα δώδεκα πλοία με αρμοστή το Γοργώπα κι αμέσως έκανε πανιά για τη Ρόδο. Οι εξελίξεις αυτές έκαναν τους Αθηναίους που βρίσκονταν στα οχυρά της Αίγινας να βρεθούν σε ασφυκτική πίεση. Ακόμη κι όταν τέσσερις μήνες αργότερα κατάφεραν να επαναπατρίσουν τους εκεί στρατιώτες, οι επιδρομές του Γοργώπα τους ανάγκασαν να πάρουν δραστικά μέτρα. Εξέλεξαν ναύαρχο τον Εύνομο και τον έστειλαν με δεκατρία πλοία να ανακόψει το Γοργώπα.
Οι Λακεδαιμόνιοι από την πλευρά τους όρισαν ναύαρχο τον Ανταλκίδα ελπίζοντας ότι, επειδή ήταν ιδιαιτέρως συμπαθής στον Τιρίβαζο, θα πετύχαιναν συμμαχία με τους Πέρσες. Ο Ανταλκίδας πήρε τα πλοία που είχε ο Γοργώπας στην Αίγινα, τα οδήγησε στην Έφεσο μαζί με όλο το σπαρτιατικό ναυτικό κι αμέσως μετά διέταξε το Γοργώπα να επιστρέψει στην Αίγινα με δώδεκα πλοία. Στην επιστροφή συνάντησε τον Εύνομο με τα πλοία του και κατάφερε να τον αιφνιδιάσει μέσα στη νύχτα πλέοντας αθόρυβα κι αιχμαλωτίζοντας τέσσερα πολεμικά.
Η υπόθεση της Αίγινας φάνηκε να γέρνει προς την πλευρά των Αθηναίων, όταν κατάφεραν με τα πλοία του Χαβρία και τη συμμετοχή οπλιτών που είχαν αρχηγό το Δημαίνετο να συντρίψουν τις σπαρτιατικές δυνάμεις στην Τριπυργία μαζί με τους συμμάχους τους. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Γοργώπας: «Μετά απ’ αυτό, ακόμα κι ο Ετεόνικος, όσο κι αν τους πίεζε, δεν κατόρθωσε να πείσει τους ναύτες του να πιάσουν τα κουπιά, γιατί δεν τους έδινε μισθό· το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Αθηναίοι κυκλοφορούσαν στη θάλασσα όπως τον καιρό της ειρήνης». (5,1,13).
Όμως, συγκρούσεις μαίνονταν παντού. Ο Νικόλοχος, αφού διορίστηκε διοικητής του στόλου από τον Ανταλκίδα, λεηλάτησε την Τένεδο κι έβαλε πλώρη για την Άβυδο. Οι Αθηναίοι τον πολιόρκησαν στην Άβυδο έχοντας ως ορμητήριο τη Χερσόνησο. Η Σπάρτη προκειμένου να ανασυγκροτήσει τα υπολείμματα του στρατού, που είχαν μείνει στην Αίγινα, έστειλε εκεί τον Τελευτία, ο οποίος πέτυχε τη συσπείρωση των δυνάμεων μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Η αδιαπραγμάτευτη δημοτικότητά του έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις.
Αρχαίος ελληνικός οπλισμός
Όσο για το σχέδιο που σκόπευε να εκτελέσει ήταν πάρα πολύ απλό: επιδρομή με τα πλοία και πλιάτσικο στην πόλη της Αθήνας: «Κι αν κανένας κρίνει ότι ήταν τρέλα να ξεκινάει με δώδεκα πολεμικά να χτυπήσει εχθρό που είχε τόσα πλοία, ας προσπαθήσει να καταλάβει το σχέδιό του: σκέφτηκε ότι μετά το θάνατο του Γοργώπα, οι Αθηναίοι θα φρόντιζαν λιγότερο το ναυτικό που είχαν στο λιμάνι τους· κι αν ακόμα ήταν αγκυροβολημένα εκεί πολεμικά, ο Τελευτίας λογάριαζε πως ήταν λιγότερο επικίνδυνο να επιτεθεί σε είκοσι πλοία στην Αθήνα παρά σε δέκα αλλού – γιατί ήξερε ότι όταν βρίσκονταν σε εκστρατεία, οι ναύτες θα διανυκτέρευαν κοντά στα πλοία τους, ενώ όταν βρίσκονταν στην Αθήνα οι τριήραρχοι θα κοιμόνταν στα σπίτια τους κι οι ναύτες θα διανυκτέρευαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί». (5,1,19-20).
Δίνοντας εντολές να καταστρέφουν μόνο τα πολεμικά πλοία ενώ τα μεταγωγικά και κυρίως τα φορτωμένα εμπορικά να τα δέσουν και να τα πάρουν μαζί τους χτύπησε το λιμάνι της Αθήνας τα ξημερώματα προκαλώντας πανικό: «Μερικοί από τους άνδρες του, μάλιστα, πήδηξαν έξω στην εμπορική αποβάθρα, άρπαξαν μερικούς εμπόρους κι εφοπλιστές και τους πήραν στα πλοία τους». (5,1,21).
Όταν οι Αθηναίοι έστειλαν όλες τις στρατιωτικές τους δυνάμεις (και από οπλίτες και από ιππείς) στον Πειραιά νομίζοντας ότι τον είχαν καταλάβει, ήταν πλέον αργά. Ο Τελευτίας είχε ήδη αποχωρήσει κι, αφού έστειλε στην Αίγινα όλα τα εμπορικά που αιχμαλώτισε – με τη συνοδεία τεσσάρων πολεμικών – έπλευσε με τις υπόλοιπες δυνάμεις σε όλα τα παράλια της Αττικής, μέχρι το Σούνιο λεηλατώντας πορθμεία γεμάτα κόσμο που έρχονταν από τα νησιά κι αιχμαλωτίζοντας ψαράδικα, μαούνες κι ό,τι λογής πλεούμενο έβρισκε μπροστά του.
Τα λάφυρα που μετέφερε και ξεπούλησε στην Αίγινα του επέφεραν χρήμα, ώστε να δώσει στους άνδρες προκαταβολή το μισθό ενός μήνα. Κατόπιν αυτών δε χρειάζεται να γίνει λόγος για την προθυμία των ανδρών στις διαταγές του. Ο Τελευτίας ανασυγκρότησε το στρατό κυριολεκτικά από τις στάχτες του.
Εντωμεταξύ, ο Ανταλκίδας γύρισε μαζί με τον Τιρίβαζο από το βασιλιά και είχε συμφωνήσει μαζί του ότι, αν οι αντίπαλοι αρνηθούν τους όρους της ειρήνης που θα προτείνει ο βασιλιάς, θα συμμαχούσαν στρατιωτικά εναντίον τους. Αν ο Τελευτίας ήταν ο άνθρωπος που επανέφερε τις ισορροπίες στη θάλασσα, ο Ανταλκίδας ήταν εκείνος που ξανάβαλε στο παιχνίδι της διπλωματίας τη Σπάρτη επαναφέροντάς τη στο προσκήνιο των περσικών διαβουλεύσεων.
Η πολιτική του σκληρού επεκτατισμού από τον Αγησίλαο είναι φανερό ότι οδήγησε σε δυσμένεια κι απομόνωση. Ο Ανταλκίδας κατάφερε να ανατρέψει το κλίμα δίνοντας διέξοδο στην πόλη του. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν ο μόνος που κινούταν με σχέδιο μέσα στο χάος ενός πολεμικού κόσμου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αμέσως μετά πρόσφερε και μια υψίστης σημασίας στρατιωτική νίκη για την πατρίδα του αιχμαλωτίζοντας και τα οχτώ πλοία, που υπό την αρχηγία του Θρασύβουλου του Κολλυτέα ερχόταν από τη Θράκη να ενωθούν με τον αθηναϊκό στόλο.
Ο Ανταλκίδας μετέτρεψε τις πολεμικές εξελίξεις σε προσωπική υπόθεση. Αλλάζοντας άρδην το διπλωματικό τοπίο μετέβαλε καθοριστικά και τους στρατιωτικούς συσχετισμούς, αφού έλαβε και είκοσι πλοία από τις Συρακούσες «καθώς κι άλλα από τα μέρη της Ιωνίας που εξουσίαζε ο Τιρίβαζος, ενώ άλλα ακόμη επανδρώθηκαν από την περιοχή του Αριοβαρζάνη». (5,1,28).
Από την άλλη, ο Φαρνάβαζος, η ηχηρότερη αντιλακωνική φωνή, επί της ουσίας αποσύρεται, αφού λαμβάνει εντολή να μεταφερθεί στο εσωτερικό της χώρας και είναι απόλυτα ευχαριστημένος, καθώς παντρεύεται την κόρη του βασιλιά: «Έτσι ο Ανταλκίδας συγκέντρωσε συνολικά περισσότερα από ογδόντα πλοία κι έγινε κυρίαρχος της θάλασσας, τόσο ώστε σταματούσε τα καράβια που κατέβαιναν από τον Πόντο για την Αθήνα και τα οδηγούσε στους συμμάχους των Λακεδαιμονίων». (5,1,28).
Τώρα πια οι συνθήκες ήταν ώριμες για την ειρήνη: «Οι Αθηναίοι, βλέποντας τη δύναμη του εχθρικού ναυτικού, φοβήθηκαν μη συντριβούν όπως την προηγούμενη φορά, μια και ο Βασιλεύς είχε συμμαχήσει με τους Λακεδαιμονίους· έπειτα τους δυσκόλευαν τον ανεφοδιασμό οι επιδρομές από την Αίγινα. Γι’ αυτούς τους λόγους ήθελαν πολύ να κάνουν ειρήνη. Από την άλλη, οι Λακεδαιμόνιοι ήταν αναγκασμένοι να διατηρούν ένα τάγμα στο Λέχαιο κι άλλο στον Ορχομενό, καθώς και να φυλάνε τις πόλεις – όσες εμπιστεύονταν, για να μην καταστραφούν, κι όσες δεν εμπιστεύονταν, για να μην αποστατήσουν – κι είχαν εμπλακεί σ’ αμοιβαία παρενοχλητικές επιχειρήσεις γύρω από την Κόρινθο· είχαν κουραστεί λοιπόν από τον πόλεμο. Οι Αργείοι πάλι, ξέροντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κηρύξει επιστράτευση εναντίον τους κι ότι δεν θα τους ωφελούσε πια η επίκληση των ιερών μηνών, ήταν πια κι εκείνοι πρόθυμοι για ειρήνη. Έτσι, όταν ο Τιρίβαζος παρήγγειλε να παρουσιαστούν όσοι ήθελαν ν’ ακούσουν τους όρους ειρήνης που πρότεινε ο Βασιλεύς, όλοι βιάστηκαν να πάνε». (5,1,29-30).
Η ειρήνη δεν παρουσιάζεται ποτέ ως επιδίωξη ή ως προτεραιότητα για ένα καλύτερο μέλλον. Εμφανίζεται μόνο ως αναγκαστικός ελιγμός του πολέμου, όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα να κερδηθεί. Γι’ αυτό έπρεπε όλοι να είναι σε αδιέξοδο. Αν κάποιος αισθανόταν ότι έχει το πάνω χέρι θα επιδίωκε τη συνέχεια μέχρι να κυριαρχήσει.
Υπό αυτούς τους όρους καμία ειρήνη δεν είναι δυνατό να μακροημερεύσει. Ο συσχετισμός της ειρήνης με τις στρατιωτικές ισορροπίες είναι η προτροπή του πολέμου. Και η ανθρωπότητα που κινείται με τέτοιους νόμους είναι η ανθρωπότητα που διαρκώς θα πολεμά.
Όταν συγκεντρώθηκαν άκουσαν όλοι τις προτάσεις του βασιλιά: «Ο Βασιλεύς Αρταξέρξης κρίνει δίκαιο να του ανήκουν οι πόλεις της Ασίας, κι από τα νησιά οι Κλαζομενές και η Κύπρος. Οι άλλες ελληνικές πόλεις, μεγάλες και μικρές, ν’ αφεθούν ανεξάρτητες εκτός από τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο, που όπως και παλιά θ’ ανήκουν στους Αθηναίους. Όσους δεν δεχτούν τούτη την ειρήνη, θα τους πολεμήσω μαζί μ’ εκείνους που τη δέχονται και στη στεριά και στη θάλασσα, με πλοία και με χρήματα». (5,1,31).
Όλοι αποδέχτηκαν τους όρους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση. Μόνο οι Θηβαίοι φάνηκαν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν την κυριαρχία στις πόλεις της Βοιωτίας, αλλά όταν ο Αγησίλαος τους απείλησε με πόλεμο συμμορφώθηκαν αμέσως, όπως με απειλή πολέμου διασφάλισε και την αποχώρηση των Αργείων από την Κόρινθο.
Η ειρήνη αυτή διασφάλισε το γόητρο των Σπαρτιατών, που είχε κινδυνέψει, αφού αυτοί πρωτοστάτησαν για την επίτευξή της. Ο Ξενοφώντας είναι σαφής: «Αν και σ’ αυτόν τον πόλεμο οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν υπερτερήσει των αντιπάλων τους, ωστόσο χάρη στη λεγόμενη Ειρήνη του Ανταλκίδα το γόητρό τους αυξήθηκε: καθώς έγιναν υπέρμαχοι των προτάσεων ειρήνης του Βασιλέως και υποστήριξαν την ανεξαρτησία των πόλεων, απέκτησαν καινούργιο σύμμαχο, την Κόρινθο, εξασφάλισαν την ελευθερία των βοιωτικών πόλεων από τους Θηβαίους – που ήταν παλιά τους επιδίωξη – κι έδωσαν τέλος στην προσάρτηση της Κορίνθου από τους Αργείους…». (5,1,36).
Όμως και η Αθήνα δεν κέρδισε λίγα. Απεγκλωβίστηκε από την ήττα του πελοποννησιακού αποκτώντας ανεξαρτησία και επανακτώντας τα τείχη της. Και πέρα απ’ αυτό, ήταν η μόνη πόλη που διατήρησε κυριαρχία και μάλιστα σε τρία νησιά. Θα έλεγε κανείς ότι η Αθήνα ήταν η μεγάλη κερδισμένη στην Ανταλκίδειο Ειρήνη. Η συμφωνία για ανεξαρτησία δεν είναι τίποτε άλλο από την παραδοχή της επαναφοράς των ισορροπιών. Οι εξελίξεις αυτές δεν ευνοούν αυτόν που είχε την ισχύ, αλλά αυτόν που βρισκόταν σε μειονεκτική θέση.
Η Σπάρτη έχασε την κυριαρχία, όμως κατάφερε να διατηρήσει τη δύναμή της. Κατάφερε δηλαδή να μη διασυρθεί, όπως είχαν πάθει οι Αθηναίοι. Η ικανοποίησή τους σχετίζεται με την ανακούφιση της αποφυγής των χειρότερων, ενώ η ικανοποίηση της Αθήνας αφορά την ευχαρίστηση της επανάκτησης χαμένου εδάφους.
Αρχαίες ελληνικές ενδυμασίες. Racinet, Auguste. Costume Historique. Paris: Firmin-Didot et Cie, 1888.
Η ειρήνη αυτή, όμως, δε θα κρατούσε για πολύ. Θα λέγαμε ότι υπονομεύτηκε σχεδόν αμέσως, αφού η πρώτη κίνηση των Σπαρτιατών ήταν να τιμωρήσουν τους συμμάχους που έκριναν ότι περισσότερο τους υπονόμευαν παρά τους βοηθούσαν. Με αυτό το σκοπό το 385 π. Χ. ο Αγησίπολις εισέβαλε στην περιοχή της Μαντινείας, λεηλάτησε την ύπαιθρο και διέλυσε την πόλη γκρεμίζοντας τα τείχη και διαιρώντας τη σε τέσσερα χωριά.
Κι όταν γίνει η αρχή είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί και η αφορμή για τη συνέχεια. Οι εξόριστοι Φλιάσιοι κατέφυγαν στη Σπάρτη ζητώντας τη μεσολάβησή της για να επαναπατριστούν τερματίζοντας την άδικη εξορία. Οι έφοροι έκριναν ότι το αίτημά τους ήταν δίκαιο κι έστειλαν πρέσβεις στη Φλιούντα λέγοντας ότι οι εξόριστοι ήταν φίλοι της Σπάρτης, ότι η εξορία ήταν αναίτια κι ότι έπρεπε να τους δεχτούν πίσω «όχι όμως κάτω από πίεση, αλλά με την ελεύθερη θέληση της πόλης». (5,2,9).
Οι Φλιάσιοι εντελώς «ελεύθερα» αποφάσισαν να δεχτούν πίσω τους εξόριστους. Η ανεξαρτησία των μικρών και μεγάλων πόλεων φάνηκε από την αρχή ελαστική. Κι αυτό δεν ήταν ισχυρή υποθήκη για την ειρήνη.
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο πέμπτο, μετάφραση Ρόδης Ρούφος, εκδόσεις «Ωκεανίδα», δεύτερος τόμος, Αθήνα 2000
Θανάσης Μπαντές, Ερανιστής