Οι φλόγες έπληξαν αδιάκριτα μοντέρνες συνοικίες της παραλίας και της οδού Αγίας Σοφίας, ναούς, τζαμιά, δημόσια κτίρια, σχολεία, μεσαιωνικές σκεπαστές αγορές και δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές.
«Το νέο σχέδιο της Θεσσαλονίκης είναι εντελώς έτοιμο. Ήδη έχουν χτιστεί αρκετά κτίρια ώστε να μην είναι δυνατή καμία αλλαγή. Στο εξής προχωράει η εφαρμογή του. Μένουν βέβαια τα δημόσια κτίρια, το Ταχυδρομείο είναι έτοιμο αλλά δεν υπάρχουν λεφτά. Το ίδιο και με το σχέδιο της Αθήνας, ο πόλεμος απορροφά τα πάντα [….] Η Θεσσαλονίκη με ενδιαφέρει πολύ και επιθυμώ να συνεχίσω να ασχολούμαι […]», έγραφε ο Γάλλος αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και αρχαιολόγος Ερνέστ Εμπράρ στον φίλο και ομότεχνό του Ανρί Προστ, τον Ιούλιο του 1921.
Τέσσερα χρόνια είχαν περάσει από τη μεγάλη πυρκαγιά της 5ης Αυγούστου του 1917, που κατέστρεψε μέσα σε τριάντα δύο ώρες το σημαντικότερο τμήμα του ιστορικού κέντρου (120 εκτάρια) της Θεσσαλονίκης. Η ανοικοδόμηση της πόλης βάσει ριζικού ανασχεδιασμού είχε αρχίσει, απαλύνοντας σταδιακά τον πόνο χιλιάδων πληγέντων από τις οδυνηρές επιπτώσεις της ανείπωτης καταστροφής: κατεστραμμένα 9.500 κτίσματα σε 4.100 ιδιοκτησίες (μοντέρνες συνοικίες της παραλίας και της Αγίας Σοφίας, σκεπαστές αγορές, δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές) και 77.000 άστεγοι (55.000 Eβραίοι, 10.000 μουσουλμάνοι, 10.000 χριστιανοί). Η πόλη από το 1921 και μετά θα μετατραπεί σε τεράστιο εργοτάξιο.
Εναν αιώνα συμπληρώνει φέτος η σύγχρονη Θεσσαλονίκη που αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες. Στην επέτειο, διαλέξεις, εκδόσεις, εκθέσεις, θα ιστορήσουν το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς, θα αναπλάσουν την ατμόσφαιρα της πόλης, πριν και μετά τη μεγάλη καταστροφή, ενώ οι ερευνητές θα επαναφέρουν θέματα που απασχολούν εδώ και χρόνια για τη μοναδική σε έκταση ανοικοδόμηση μεγάλης ελληνικής πόλης.
Ο κάτοικος της Θεσσαλονίκης ή ο περαστικός μπορεί να αντιληφθεί πόσο διαφέρει η πόλη που χάθηκε στη φωτιά; Πώς θα ήταν η Θεσσαλονίκη χωρίς την πυρκαγιά; Ηταν το 1917 μια μοναδική ευκαιρία για να αποκτήσουμε μια μοντέρνα πόλη που να αντέχει τις σημερινές αυξημένες ανάγκες; Υπήρχαν επιπτώσεις σε ομάδες πληθυσμού (Ισραηλιτική Κοινότητα);
Τα ερωτήματα έθεσε πολλές φορές η ομότιμη καθηγήτρια Αστικού Σχεδιασμού και Ιστορίας της Πολεοδομίας Αλέκα Γερόλυμπου, στην πλούσια βιβλιογραφία της, από τη διδακτορική της διατριβή έως τις πρόσφατες δύο επετειακές εκδόσεις: «Οχυρωμένο στρατόπεδο, ανοχύρωτη πόλη. Καταστροφή και αναμόρφωση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του ’17» (Εκδόσεις University Studio Press) και το «Ημερολόγιο 2017» του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.
«Πολλοί θεωρούν πως η ευκαιρία να αναδειχθεί η Θεσσαλονίκη σε μητροπολιτικό κέντρο με ευρωπαϊκό χαρακτήρα χάθηκε. Η άποψη αυτή όχι μόνο αδικεί τις τότε προσπάθειες αλλά συγκαλύπτει ευθύνες μεταγενέστερων. Πράγματι, οι αρμόδιες αρχές δεν κατάφεραν να ελέγξουν το παρόν, ούτε να προσχεδιάσουν το μέλλον της πόλης σε πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες. Σταδιακά στη δεκαετία του ’70 ορισμένοι ερευνητές συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος και τη σπουδαιότητα της πρωτοφανούς παρέμβασης που ήταν αποτέλεσμα ισχυρής πολιτικής βούλησης», τονίζει η κ. Γερόλυμπου.
Έξι ημέρες μετά την καταστροφή, η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε πάρει τις αποφάσεις της: συνολική απαλλοτρίωση της καμένης γης και πώληση των ανασχεδιασμένων οικοπέδων σε πλειστηριασμούς. Χωρίς να υποχωρήσει σε αντιδράσεις παλαιών ιδιοκτητών (χριστιανών και Εβραίων), συγκρότησε διεθνή επιτροπή θέτοντας «την πολεοδομία στην υπηρεσία ενός ολικού σχεδίου με επίκεντρο την κατοχύρωση της νέας εθνικής ταυτότητας» και βέβαια την ανασυγκρότηση της «μνήμης της πόλης».
Έρευνες έδειξαν ότι εάν το ιστορικό κέντρο δεν είχε καεί, οι νέες κεντρικές λειτουργίες πιθανότατα θα αναπτύσσονταν ανατολικά, εκτός των τειχών. «Η πυρκαγιά “απελευθέρωσε” τον ιστορικό πυρήνα». Στον σχεδιασμό του 1917, σημειώνει η κ. Γερόλυμπου, οφείλει τη σημερινή της μορφή η Θεσσαλονίκη, μολονότι οι εγκαταστάσεις των προσφύγων μετά το ’22, και αργότερα, μετά το 1950, η κτιριακή πυκνότητα καθ’ ύψος, η αυξημένη κάλυψη των οικοπέδων, η αύξηση των οχημάτων, η μείωση του πρασίνου αλλοίωσαν το όραμα ενός σχεδιασμού με σεβασμό στην ποιότητα του αστικού χώρου και της ζωής.
Οι προτάσεις
Ο οραματιστής Γάλλος πολεοδόμος είχε συμπεριλάβει προτάσεις που έβλεπαν πολύ μπροστά: γραμμή του μετρό με παρόμοια χάραξη της σημερινής, μια «πολιτική πλατεία» μνημειακού χαρακτήρα, προστασία και ανάδειξη μνημείων κάθε ιστορικής περιόδου, για «ιστορικούς και τουριστικούς» λόγους.
«Αν φανταστούμε τη Θεσσαλονίκη χωρίς την πυρκαγιά και το σχέδιο Εμπράρ, είναι βέβαιον ότι η πόλη θα είχε την εικόνα που βλέπουμε σήμερα εκτός πυρικαύστου: πυκνή δόμηση καθ’ ύψος σε μικρά οικόπεδα που χτίστηκαν με αντιπαροχή σε παραδοσιακούς ιστούς, χωρίς τις απαραίτητες διανοίξεις», παρατηρεί ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Βασίλης Κολώνας, που ερεύνησε διεξοδικά το θέμα («Αρχιτεκτονική μιας εκατονταετίας 1912-2012», University Studio Press). Η πυρκαγιά, υποστηρίζει, προκάλεσε «λιγότερο κακό στη γενικότερη εικόνα της πόλης από τη μετέπειτα αντιπαροχή».
Η κληρονομιά ωστόσο του Εμπράρ είναι «ευανάγνωστη» έως σήμερα. Τα σημεία της «διαβάζει» στην «Κ» η δρ Αθηνά Βιτοπούλου, μία από τις φοιτήτριες που το 1995 επανασχεδίασαν στο ΑΠΘ την πρόταση του Εμπράρ, καθώς τα πρωτότυπα σχέδια έχουν χαθεί. Είναι ο ορθοκανονικός κάνναβος με οπτικές προς τη θάλασσα, οι ακτινωτές οδικές αρτηρίες από τα μνημεία, η διατήρηση της Ανω Πόλης, η θέση της πανεπιστημιούπολης, η επέκταση του λιμανιού δυτικά, η περιμετρική πράσινη ζώνη (Σέιχ Σου), ο μνημειακός άξονας της Αριστοτέλους, η ανάδειξη χρήσεων γης. Η μεταπολεμική μαζική ανοικοδόμηση ανέτρεψε τον σχεδιασμό του αστικού χώρου στην τρίτη διάσταση.
Στα εμφανή εντάσσονται και οι κτιριακές όψεις. «Βαθύς γνώστης της αρχαιολογίας, ο Γάλλος αρχιτέκτονας μελέτησε τη Θεσσαλονίκη προτείνοντας έναν «μεσαίο δρόμο ανάμεσα στη διεθνή αρχιτεκτονική και την τοπική βυζαντινή παράδοση, που διαφοροποιούσε τη δημόσια εικόνα από τον κατάφορτο εκλεκτισμό της τουρκοκρατίας», εξηγεί. Αρκετοί τον μιμήθηκαν. Οι επιρροές φάνηκαν στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 κι «αν δεν είχε επέλθει η κακόγουστη αρχιτεκτονική της αντιπαροχής, σίγουρα θα είχαμε μια γοητευτική μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη, η οποία δεν θα είχε να ζηλέψει σε τίποτα το Αλγέρι, την Καζαμπλάνκα ή το Μπουένος Αϊρες, πόλεις που φέρουν την υπογραφή αρχιτεκτόνων με την ίδια γαλλική αρχιτεκτονική παιδεία».
Πηγή: Γ. Μυρτσιώτη, Καθημερινή