Quantcast
Channel: Αρχαία Ελληνικά
Viewing all 7763 articles
Browse latest View live

Ο διάλογος της Διοτίμας και του Σωκράτη για τον Έρωτα

$
0
0

ΠΛΑΤΩΝ, ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

Για να καθορίσει ποια είναι τα γνωρίσματά του Έρωτα, ο Σωκράτης στο "Συμπόσιο"του Πλάτωνα, κατέφυγε σε μια συνομιλία του με μια γυναίκα από τη Μαντίνεια, τη Διοτίμα.

Η Διοτίμα ήταν γνώστρια της "πυθαγόρειας αριθμοσοφίας", κατά τον Ξενοφώντα δεν ήταν άπειρη των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων («ουκ άπειρος δυσσυνέτων διαγραμμάτων έστι»). Αλλά και ο Πρόκλος θεωρεί τη Διοτίμα «Πυθαγορική».

Η Διοτίμα ήταν η ιέρεια εκείνη που έκανε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά το λοιμό του 429 π.Χ. Το όνομα Διοτίμα είναι επίσης δηλωτικό δράσεων για την ισότητα ανδρών και γυναικών, γι'αυτό και  η Διοτίμα είναι η μόνη γυναίκα που συμμετέχει στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο...

Αυτή υποστήριζε ότι ο Έρωτας είναι ένας δαίμονας, που, ως γιος του Πόρου και της Πενίας, είναι γεμάτος αντιφάσεις, στοχεύει, ωστόσο, στην παντοτινή κατοχή του αγαθού, επιδιώκει δηλαδή την αθανασία.

Μας λέγει λοιπόν ο Σωκράτης:

Κάποτε η Διοτίμα, μου απηύθυνε το ερώτημα:

Διοτίμα: «Ποία φαντάζεσαι, Σωκράτη, ειν'η αιτία του έρωτος τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρόν ερεθισμόν, εις τον οποίον υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβη η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πώς αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτον μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δια την ανατροφήν του γεννηθέντος; Πώς είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπισιν τούτων, και πόλεμον να διεξάγουν, και τ'ασθενέστερα ακόμη προς τα δυνατότερα, και εις τον θάνατον να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να τα τινάξουν από την πείναν αυτά δια να εξασφαλίσουν εις εκείνα την τροφήν, και το κάθε τι να πράξουν; Καλά» είπεν «οι άνθρωποι· θα ημπορούσε να υποθέση κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμόν. Αλλά τα ζώα; Ποίος είναι ο λόγος της τοιαύτης ερωτικής των συγκινήσεως; Ημπορείς να μου εξήγησης;»

Σωκράτης: "Δεν γνωρίζω Διοτίμα"της είπα.

Διοτίμα: "Έχεις λοιπόν την ιδέαν, πως θα γίνης ποτέ έμπειρος εις τα ζητήματα του έρωτος εφ'όσον δεν εννοείς αυτά;»

Σωκράτης: «Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή εκατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλίαν. Λέγε μου λοιπόν και τούτου του φαινομένου την εξήγησιν και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα».

Διοτίμα: «Λοιπόν» είπε «εφ'όσον η πεποίθησίς σου είναι ότι αντικείμενον φυσικόν του έρωτος ειν'εκείνο, το όποιον πολλάκις από κοινού διεπιστώσαμεν δεν πρέπει να εκπλήττεσαι. Διότι και εις την περίπτωσιν αυτήν, όπως και εκεί, δια τον ίδιον λόγον επιδιώκει η φύσις η θνητή, καθ'όσον είναι δυνατόν, να ειν'αιωνία και αθάνατος. Δυνατόν δε της είναι κατά τούτον μόνον τον τρόπον, δια της αναπαραγωγής, με το ν'αφήνη πάντοτε εις του παλαιού την θέσιν ένα νέον παρόμοιον. Άλλωστε και εις ό,τι ονομάζομεν ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως εκάστου εμψύχου όντος ― π.χ. ένας άνθρωπος από της παιδικής του ηλικίας μέχρις ότου γίνη γέρων, θεωρείται πως είναι ο ίδιος· ουχ ήττον αυτός, μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά εις τον οργανισμόν του, εν τούτοις λέγομεν πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά, εις τας τρίχας, την σάρκα, τα οστά, το αίμα εις ολόκληρον γενικώς το σώμα. Και όχι μόνον εις το σώμα· αλλά και εις την ψυχήν, οι τρόποι, τα ήθη, αι αντιλήψεις, αι επιθυμίαι, αι ηδοναί, αι λύπαι, οι φόβοι, τίποτε απ'αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτον εις κάθε άτομον, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται».

Και συνεχίζει: «Πολύ δε περισσότερον παράδοξον είναι ακόμη, ότι και αι γνώσεις, όχι μόνον άλλαι μας έρχονται και άλλαι μας αφήνουν, και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ούτε ως προς τας γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώσις έχει την ιδίαν τύχην. Διότι αυτό που ονομάζομεν μελέτην, γίνεται με την προϋπόθεσιν ότι η γνώσις εξαφανίζεται· άλλωστε η λησμοσύνη ειν'εξαφανισμός γνώσεως, ενώ αφ'ετέρου η μελέτη, εισάγουσα νέαν παράστασιν αντί της αποχωρούσης, διατηρεί την γνώσιν, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ιδία. Πράγματι μ'αυτό μόνον το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξις, όχι με το να παραμένη αιωνίως αναλλοίωτος καθ'όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν'αφήνη κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέον εις την θέσιν του, όμοιον όπως αυτό. Μ'αυτό το τέχνασμα» είπε «Σωκράτη, έχει μέρος εις την αθανασίαν η θνητή ύπαρξις, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ'άλλα· η αθάνατος πάλιν με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενον, ότι κάθε ύπαρξις εμφύτως αποδίδει σημασίαν εις το αποβλάστημά της·χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρως».


Το αρχαίο κείμενο του διαλόγου του Σωκράτη και της Διοτίμας, απο το "Συμπόσιο"του Πλάτωνα.

Ταῦτά τε οὖν πάντα ἐδίδασκέ με, ὁπότε περὶ τῶν ἐρωτικῶν λόγους ποιοῖτο, καί ποτε ἤρετο Τί οἴει, ὦ Σώκρατες, αἴτιον εἶναι τούτου τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς ἐπιθυμίας; ἢ οὐκ αἰσθάνῃ ὡς δεινῶς διατίθεται πάντα τὰ θηρία ἐπειδὰν γεννᾶν ἐπιθυμήσῃ, καὶ τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνά, νοσοῦντά τε πάντα καὶ ἐρωτικῶς διατιθέμενα, πρῶτον μὲν περὶ τὸ συμμιγῆναι ἀλλήλοις, ἔπειτα περὶ τὴν τροφὴν τοῦ γενομένου, καὶ ἕτοιμά ἐστιν ὑπὲρ τούτων καὶ διαμάχεσθαι τὰ ἀσθενέστατα τοῖς ἰσχυροτάτοις καὶ ὑπεραποθνῄσκειν, καὶ αὐτὰ τῷ λιμῷ παρατεινόμενα ὥστ’ ἐκεῖνα ἐκτρέφειν, καὶ ἄλλο πᾶνποιοῦντα. τοὺς μὲν γὰρ ἀνθρώπους, ἔφη, οἴοιτ’ ἄν τις ἐκλογισμοῦ ταῦτα ποιεῖν· τὰ δὲ θηρία τίς αἰτία οὕτως ἐρωτικῶς διατίθεσθαι; ἔχεις λέγειν;

Καὶ ἐγὼ αὖ ἔλεγον ὅτι οὐκ εἰδείην·

ἣ δ’ εἶπεν, Διανοῇ οὖν δεινός ποτε γενήσεσθαι τὰ ἐρωτικά, ἐὰν ταῦτα μὴ ἐννοῇς;

Ἀλλὰ διὰ ταῦτά τοι, ὦ Διοτίμα, ὅπερ νυνδὴ εἶπον, παρὰ σὲ ἥκω, γνοὺς ὅτι διδασκάλων δέομαι. ἀλλά μοι λέγε καὶ τούτων τὴν αἰτίαν καὶ τῶν ἄλλων τῶν περὶ τὰ ἐρωτικά.

Εἰ τοίνυν, ἔφη, πιστεύεις ἐκείνου εἶναι φύσει τὸν ἔρωτα, οὗ πολλάκις ὡμολογήκαμεν, μὴ θαύμαζε. ἐνταῦθα γὰρ τὸν αὐτὸν ἐκείνῳ λόγον ἡ θνητὴ φύσις ζητεῖ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀεί τε εἶναι καὶ ἀθάνατος. δύναται δὲ ταύτῃ μόνον, τῇ γενέσει, ὅτι ἀεὶ καταλείπει ἕτερον νέον ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ, ἐπεὶ καὶ ἐν ᾧ ἓν ἕκαστον τῶν ζῴων ζῆν καλεῖται καὶ εἶναι τὸ αὐτό ―οἷον ἐκ παιδαρίου ὁ αὐτὸς λέγεται ἕως ἂν πρεσβύτης γένηται· οὗτος μέντοι οὐδέποτε τὰ αὐτὰ ἔχων ἐν αὑτῷ ὅμως ὁ αὐτὸς καλεῖται, ἀλλὰ νέος ἀεὶ γιγνόμενος, τὰ δὲ ἀπολλύς, καὶ κατὰ τὰς τρίχας καὶ σάρκα καὶ ὀστᾶ καὶ αἷμα καὶ σύμπαν τὸ σῶμα. καὶ μὴ ὅτι κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν οἱ τρόποι, τὰ ἤθη, δόξαι, ἐπιθυμίαι, ἡδοναί, λῦπαι, φόβοι, τούτων ἕκαστα οὐδέποτε τὰ αὐτὰ πάρεστιν ἑκάστῳ, ἀλλὰ τὰ μὲν γίγνεται, τὰ δὲ ἀπόλλυται.

πολὺ δὲ τούτων ἀτοπώτερον ἔτι, ὅτι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι μὴ ὅτι αἱ μὲν γίγνονται, αἱ δὲ ἀπόλλυνται ἡμῖν, καὶ οὐδέποτε οἱ αὐτοί ἐσμεν οὐδὲ κατὰ τὰς ἐπιστήμας, ἀλλὰ καὶ μία ἑκάστη τῶν ἐπιστημῶν ταὐτὸν πάσχει. ὃ γὰρ καλεῖται μελετᾶν, ὡς ἐξιούσης ἐστὶ τῆς ἐπιστήμης· λήθη γὰρ ἐπιστήμης ἔξοδος, μελέτη δὲ πάλιν καινὴν ἐμποιοῦσα ἀντὶ τῆς ἀπιούσης μνήμην σῴζει τὴν ἐπιστήμην, ὥστε τὴν αὐτὴν δοκεῖν εἶναι. τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ πᾶν τὸ θνητὸν σῴζεται, οὐ τῷ παντάπασιν τὸ αὐτὸ ἀεὶ εἶναι ὥσπερ τὸ [208b] θεῖον, ἀλλὰ τῷ τὸ ἀπιὸν καὶ παλαιούμενον ἕτερον νέον ἐγκαταλείπειν οἷον αὐτὸ ἦν. ταύτῃ τῇ μηχανῇ, ὦ Σώκρατες, ἔφη, θνητὸν ἀθανασίας μετέχει, καὶ σῶμα καὶ τἆλλα πάντα· ἀθάνατον δὲ ἄλλῃ. μὴ οὖν θαύμαζε εἰ τὸ αὑτοῦ ἀποβλάστημα φύσει πᾶν τιμᾷ· ἀθανασίας γὰρ χάριν παντὶ αὕτη ἡ σπουδὴ καὶ ὁ ἔρως ἕπεται.


Η ναυμαχία στα Σύβοτα 433.π.Χ.

$
0
0

Η ναυμαχία των Συβότωνπραγματοποιήθηκε το 433 π.Χ. ανάμεσα στους Κορίνθιους και τους Κερκυραίους στις νησίδες Σύβοτα, πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού πόλεμου.

Το 436 π.Χ. στην Επίδαμνο προκλήθηκαν ταραχές ανάμεσα στους ολιγαρχικούς και τους δημοκρατικούς της πόλης. Οι Επιδάμνιοι κάλεσαν σε βοήθεια τους Κερκυραίους. Οι Κερκυραίοι όμως αρνήθηκαν. Τότε όμως αναζήτησαν βοήθεια στους Κορινθίους.

Οι ολιγαρχικοί ζήτησαν βοήθεια από τους Κερκυραίους. Έτσι τον επόμενο χρόνο (435 π.Χ.) προκλήθηκε ναυμαχία στη Λευκίμμη στην οποία νικητές εξήλθαν οι Κερκυραίοι απέναντι στους Κορίνθιους. Οι Κορίνθιοι τότε μετά την ήττα τους άρχισαν πυρετώδεις προετοιμασίες για να δημιουργήσουν μεγάλο στόλο. Οι Κερκυραίοι βλέποντας τους προσπάθησαν να βρουν ένα σύμμαχο.

Αυτόν προσπάθησαν να τον βρουν στην Αθήνα, ζητώντας συμμαχία (433 π.Χ.). Οι Κορίνθιοι όμως απαίτησαν από τους Αθηναίους να μείνουν ουδέτεροι. Στην αρχή οι Αθηναίοι αποδέχτηκαν την τελευταία πρόταση των Κορινθίων όμως μετά ο Περικλής έπεισε τους Αθηναίους να αλλάξουν γνώμη. Έτσι δημιουργήθηκε αμυντική συμμαχία ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Κερκυραίους.

Οι Αθηναίοι έστειλαν στους Κερκυραίους 10 τριήρεις υπό τους Λακεδαιμόνιο, Πρωτέα, Διότιμο ενώ όλος ο στόλος της Κέρκυρας αριθμούσε 110 τριήρεις. Αρχηγοί του κερκυραϊκού στόλου ήταν ο Μικιάδης, ο Ευρύβατος και ο Αικιμίδης. Ακόμη για βοήθεια στους Κερκυραίους ήρθαν 1.000 Ζακύνθιοι οπλίτες. Οι Κορίνθιοι διέθεταν 150 τριήρεις υπό τον Ξενοκλείδη. Ακόμη δέχτηκαν τη βοήθεια των Ηλείων, των Λευκαδίων, των Μεγαρέων, των Αμβρακιωτών και των Ανακτορίων.

Τελικώς οι δύο στόλοι συναντήθηκαν κοντά στα Σύβοτα, ανάμεσα στην Κέρκυρα και τη Θεσπρωτία. Ο κερκυραϊκός στόλος χωρίστηκε στα δυο με τις 30 τριήρεις των Αθηναίων δεξιά και τις 100 τριήρεις των Κερκυραίων αριστερά. Οι Κορίνθιοι βρίσκονταν στο δεξί κέρας, οι Ηλείοι, οι Ανακτόριοι και οι Λευκάδιοι στο κέντρο και οι υπόλοιποι στο αριστερό κέρας. Η ναυμαχία άρχισε με τη νίκη των Κερκυραίων επί των Αμβρακιωτών και των Μεγαρέων οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή, ενώ οι Κορίνθιοι στα αριστερά νίκησαν τους υπόλοιπους Κερκυραίους.

Όμως επενέβησαν οι Αθηναίοι και δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση στις τάξεις των Κορινθίων. Έτσι οι τελευταίοι υποχώρησαν επειδή είδαν 20 νέα αθηναϊκά πλοία, υπό τον Γλαύκωνα, να έρχονται κατά πάνω τους. Όμως άρχισε να νυχτώνει κι έτσι οι δύο στόλοι επέστρεψαν στις βάσεις τους.

Μετά τη ναυμαχία

Μετά τη ναυμαχία οι Κορίνθιοι και οι Κερκυραίοι έστησαν τρόπαια γιατί καθένας τους πίστευε πως ήταν αυτός νικητής. Οι πρώτοι γιατί κατέστρεψαν 70 κερκυραϊκά πλοία, συνέλεξαν τους νεκρούς τους και συνέλαβαν 1.000 άνδρες.

Οι Κερκυραίοι γιατί συνέλεξαν τους νεκρούς τους, κατέστρεψαν 30 πλοία και μόλις ήρθαν τα 20 αθηναϊκά οι Κορίνθιοι υποχώρησαν.

Κρυπτεία σκυτάλη

$
0
0

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν συλλάβει την έννοια της κρυπτογράφησης με μετάθεση, δηλαδή της κατάρτισης ενός κειμένου που είχε γραφτεί οριζόντια σε κάθετες κολόνες, οι οποίες ακολουθούν είτε τη σειρά του κειμένου (αρχή της σκυτάλης) είτε μια σειρά καθορισμένη από ένα «κλειδί» συμφωνημένο από πριν.

Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε αποστολή μηνύματος με τη μέθοδο της μετάθεσης ήταν με τη λακεδαιμονική σκυτάλη, γνωστότερη και ως «κρυπτεία σκυτάλη». Η λακεδαιμονική σκυτάλη είναι ο πρόγονος του συστήματος κρυπτογράφησης με μετάθεση και, από την έρευνα που έχει διεξαχθεί έως τώρα, δε φαίνεται ότι είχε και τους ανάλογους διαδόχους, απλώς βρήκε πολύ αργότερα κάποιους μιμητές.

Λεπτή ταινία (3 mm) κατεργασμένου δέρματος τυλιγμένη σε κυλινδρικό ξύλο όπου ο αποστολέας έγραφε το μήνυμα και ο δέκτης το διάβαζε ξανατυλίγοντάς την σε ξύλο ίσης διατομής.

Χρησιμοποιήθηκε από τον 7ο π. Χ. αιώνα για την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των εφόρων, του βασιλιά και του αρχιστράτηγου των Λακεδαιμονίων.

Πηγές: «Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Λύσανδρος, 19»

Η χρυσελεφάντινη ασπίδα από τη χρυσοποίκιλτη πανοπλία του Φιλίππου Β’

$
0
0

Κατασκευασμένη από ξύλο, δέρμα και ύφασμα που κάλυπτε την εσωτερική της επιφάνεια, αυτή η Ασπίδα είναι ένα κομψοτέχνημα.

Επίχρυσα, ασημένια ελάσματα, προσηλωμένα με πολλά μικροσκοπικά ασημένια καρφάκια στο εσωτερικό της, στερέωναν το σύστημα ανάρτησης -τη λαβή που περνούσε στο μπράτσο ο πολεμιστής και την αντιλαβή από όπου την έπιανε- και μαζί με τα στεφάνια και τα μικρότερα διάσπαρτα μετάλλινα στοιχεία συγκρατούσαν τα αλλεπάλληλα στρώματα.

Η εξωτερική της πλευρά είναι εξ'ολοκλήρου επιχρυσωμένη με έναν εντυπωσιακό διάκοσμο, όπως, ένα πολύπλοκο σύστημα μαιάνδρων και σπειρομαιάνδρων που καλύπτει την περιφέρεια της ασπίδας. Ελεφαντόδοντο στα κενά των οποίων προσαρμόζονται πλακίδια από διάφανο, χυτό γυαλί -το μεγάλο τεχνολογικό επίτευγμα της εποχής- που πίσω του λαμπυρίζουν χρυσά ελάσματα.

Στο κέντρο, υπάρχει το χρυσελεφάντινο ανάγλυφο σύμπλεγμα ενός Έλληνα πολεμιστή που κατατροπώνει μια Αμαζόνα. Εικάζεται ότι πρόκειται για την μονομαχία του Αχιλλέα με την Πενθεσίλεια στην μοιραία συνάντησή τους.

Οι εξαιρετικές λεπτομέρειες της σκηνής, παρόλη την φθορά των αιώνων μαρτυρούν την εξαιρετική ικανότητα του δημιουργού που θα πρέπει να ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης.

Μάχη της Ιμέρας (480 π.Χ.)

$
0
0

Η μάχη της Ιμέραςείναι πολεμική σύγκρουση που πραγματοποιήθηκε το 480 π.Χ., ανάμεσα στους Έλληνες των Συρακουσών και του Ακράγαντα από τη μία πλευρά και τους Καρχηδονίους από την άλλη, στην Ιμέρα της Σικελίας. Η σύγκρουση έληξε με αποφασιστική νίκη των Ελλήνων και σήμανε τον τερματισμό των επιθετικών προσπαθειών των Καρχηδονίων στη Σικελία για τα επόμενα 71 χρόνια.

Οι Καρχηδόνιοι, έχοντας συμφωνήσει με τους Πέρσες να προσπαθήσουν την ίδια εποχή να καταβάλουν τους Έλληνες της Σικελίας, έκαναν μεγάλες προπαρασκευές ως προς τα χρειώδη του πολέμου. Όταν ετοιμάστηκαν τα πάντα όπως έπρεπε, εξέλεξαν στρατηγό τον Αμίλκα, προτιμώντας τον άνθρωπο που εκτιμούσαν περισσότερο. Αυτός, αφού παρέλαβε μεγάλες δυνάμεις πεζικού και ναυτικού, απέπλευσε από την Καρχηδόνα, έχοντας δύναμη πεζικού όχι μικρότερη από τριακόσιες χιλιάδες άντρες και περισσότερα από διακόσια πολεμικά πλοία, χώρια το πλήθος των φορτηγών πλοίων που μετέφεραν τα εφόδια, τα οποία ήταν πάνω από τρεις χιλιάδες. Αυτός λοιπόν, αφού διέσχισε το Λιβυκό πέλαγος, έπεσε σε τρικυμία και έχασε τα πλοία που μετέφεραν τους ιππείς και τα άρματα. Όταν κατέπλευσε στη Σικελία, στο λιμάνι του Πανόρμου είπε ότι είχε τελειώσει με τον πόλεμο, γιατί είχε φοβηθεί πως η θάλασσα θα έσωζε τους Σικελιώτες από τους κινδύνους της μάχης.

Αφού ξεκούρασε για τρεις μέρες τους στρατιώτες και διόρθωσε τις ζημιές που είχαν προκληθεί από την τρικυμία, προχώρησε με τη δύναμη του προς την Ιμέρα, με το ναυτικό να πλέει παράλληλα. Μόλις έφτασε κοντά στην πόλη που προαναφέραμε, έστησε δυο στρατόπεδα, το ένα για το πεζικό και το άλλο για το ναυτικό. Τράβηξε όλα τα πολεμικά πλοία στην ξηρά και τα περιέβαλε με βαθιά τάφρο και ξύλινο τείχος, ενώ το στρατόπεδο του πεζικού το οχύρωσε στήνοντάς το απέναντι από την πόλη και εκτείνοντας το από το περιτείχισμα του στρατοπέδου του ναυτικού μέχρι τους λόφους που βρίσκονταν από πάνω.

Έχοντας καταλάβει όλη γενικά τη δυτική πλευρά, έβγαλε τα εφόδια από τα φορτηγά πλοία και εξαπέστειλε αμέσως όλα τα πλοία, με την εντολή να φέρουν σιτάρι και άλλα εφόδια από τη Λιβύη και τη Σαρδηνία. Ο ίδιος, παίρνοντας μαζί του τους άριστους από τους στρατιώτες, βάδισε στην πόλη, όπου τρέποντας σε φυγή εκείνους που βγήκαν εναντίον του και σκοτώνοντας πολλούς, τρομοκράτησε τους κατοίκους της πόλης. Έτσι, ο Θήρων, ο ηγεμόνας των Ακραγαντίνων, που με αρκετή δύναμη φρουρούσε από κοντά την Ιμέρα, φοβήθηκε κι έστειλε μήνυμα στις Συρακούσες, ζητώντας από τον Γέλωνα να έρθει τάχιστα σε βοήθεια.

Νεότερη καλλιτεχνική απόδοση της μάχης της Ιμέρας

21. Ο Γέλων, που είχε επίσης ετοιμάσει το στρατό του, μόλις πληροφορήθηκε τους φόβους των κατοίκων της Ιμέρας, πήρε γρήγορα το στρατό του από τις Συρακούσες, έχοντας όχι λιγότερους από πενήντα χιλιάδες πεζούς και πάνω από πέντε χιλιάδες ιππείς. Έχοντας καλύψει με ταχύτητα την απόσταση, όταν πλησίασε την όλη των Ιμεραίων, έκανε αυτούς που προηγουμένως είχαν τρομοκρατηθεί από τις δυνάμεις των Καρχηδονίων να πάρουν θάρρος. Διότι έστησε στρατόπεδο κατάλληλο για τους τόπους που περιέβαλαν την πόλη, το οχύρωσε με βαθιά τάφρο και το περιέβαλε με χαράκωμα, και έστειλε όλους τους ιππείς εναντίον εχθρών που τριγυρνούσαν στην περιοχή και επιδίδονταν σε λεηλασίες. Οι ιππείς, που εμφανίστηκαν αναπάντεχα σ’ όσους ήταν διεσπαρμένοι στην ύπαιθρο, έπιασαν τόσους αιχμαλώτους όσους μπορούσε να πάρει ο καθένας.

Όταν οδηγήθηκαν μέσα στην πόλη περισσότεροι από δέκα χιλιάδες αιχμάλωτοι, ο Γέλων έτυχε μεγάλης αποδοχής και οι κάτοικοι της Ιμέρας άρχισαν να μην υπολογίζουν τους εχθρούς. Στη συνέχεια, όλες τις πύλες που οι άντρες του Θήρωνα είχαν προηγουμένως χτίσει λόγω φόβου, ο Γέλων αντίθετα τις άνοιξε,περιφρονώντας του αντιπάλους, και κατασκεύασε μάλιστα και άλλες, εκτός από τις υπάρχουσες, οι οποίες μπορεί να του ήταν χρήσιμες σε κατεπείγουσα ανάγκη. Γενικά, ο Γέλων, που υπερείχε σε στρατηγική ικανότητα και οξύνοια, άρχισε αμέσως να αναζητάει με ποιο τρόπο θα μπορούσε, ακίνδυνα, να νικήσει με πολεμικό τέχνασμα του βαρβάρους και να καταστρέψει εντελώς τη δύναμή τους. Στην εφευρετικότητά του συνέβαλε πολύ και η τύχη, ένεκα της παρακάτω περίστασης.

Ο Γέλων είχε αποφασίσει να κάψει τα πλοία των εχθρών, ενώ λοιπό ο Αμίλκας βρισκόταν στο ναυτικό στρατόπεδο, ετοιμάζοντας μεγαλόπρεπη θυσία στον Ποσειδώνα, έφτασαν ιππείς από την ύπαιθρο που έφεραν στον Γέλωνα ένα γραμματοκομιστή που μετέφερε επιστολές από τους Σελινούντιους, στις οποίες ήταν γραμμένο ότι θα έστελναν τους ιππείς την ημέρα που τους είχε γράψει ο Αμίλκας να τους στείλουν. Μια που εκείνη η ημέρα ήταν αυτή κατά την οποία ο Αμίλκας επρόκειτο να τελέσει τη θυσία, εκείνη την ίδια μέρα ο Γέλων έστειλε δικούς του ιππείς, οι οποίοι είχαν πάρει εντολή να κάνουν το γύρο των κοντινών περιοχών και να φτάσουν με το ξημέρωμα στο ναυτικό στρατόπεδο, σαν να ήταν οι Σελινούντιοι σύμμαχοι, και αφού βρεθούν μέσα από το ξύλινο τείχος, να σκοτώσουν τον Αμίλκα και να κάψουν τα πλοία. Έστειλε επίσης και σκοπούς στους λόφους πάνω απ’ την πόλη, τους οποίους πρόσταξε, μόλις δουν τους ιππείς να έχουν περάσει μέσα από το τείχος, να σηκώσουν το συμφωνημένο σημάδι. Ο ίδιος, έχοντας παρατάξει από ξημέρωμα το στρατό του, περίμενε το σήμα που Θα δινόταν από τους σκοπούς.

22. Οι ιππείς, μόλις ανέτειλε ο ήλιος, ίππευσαν προς το ναυτικό στρατόπεδο των Καρχηδονίων και, όταν έγιναν δεκτοί από τους φύλακες σαν να ήταν σύμμαχοι, έτρεξαν αμέσως στον Αμίλκα που ήταν απασχολημένος με τη θυσία, τον σκότωσαν και έβαλαν φωτιά στα πλοία. Στη συνέχεια, μόλις οι σκοποί ύψωσαν το συμφωνημένο σημάδι, ο Γέλων, με όλη τη δύναμή του συντεταγμένη, προχώρησε εναντίον του στρατοπέδου των Καρχηδονίων.

Οι αρχηγοί των Φοινίκων που βρίσκονταν στο στρατόπεδο, βγάζοντας πρώτα τους στρατιώτες τους, αντιμετώπισαν τους Σικελιώτες συνάπτοντας μάχη και αγωνιζόμενοι ρωμαλέα. Στα δυο στρατόπεδα οι σάλπιγγες σήμαναν ταυτόχρονα το σύνθημα του πολέμου και οι δυνάμεις έβγαζαν εναλλάξ πολεμικές ιαχές, φιλοδοξώντας η καθεμιά να ξεπεράσει τους αντιπάλους με την ένταση της βοής. Έγινε μεγάλο φονικό και η μάχη ταλαντευόταν μια από δω και μια από κει, όταν ξαφνικά οι φλόγες από τα πλοία σηκώθηκαν ψηλά και κάποιοι ανήγγειλαν τον φόνο του στρατηγού, οπότε οι Έλληνες πήραν θάρρος και με ανυψωμένο ηθικό πίεζαν με μεγαλύτερη τόλμη τους βαρβάρους, ενώ οι Καρχηδόνιοι τρομοκρατήθηκαν και έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για νίκη τράπηκαν σε φυγή. Επειδή ο Γέλων είχε δώσει εντολή να μην πιάσουν κανέναν αιχμάλωτο, ακολούθησε μεγάλη σφαγή αυτών που το είχαν βάλει στα πόδια και στο τέλος σφάχτηκαν όχι λιγότεροι από εκατόν πενήντα χιλιάδες. Οι υπόλοιποι κατέφυγαν σε κάποιο οχυρό τόπο και στην αρχή αμύνονταν εναντίον των επιτιθεμένων, αλλά, επειδή ο τόπος που είχαν καταλάβει ήταν άνυδρος, αναγκάστηκαν, πιεζόμενοι από τη δίψα, να παραδοθούν στους νικητές.

Ο Γέλων, που είχε νικήσει σε περίλαμπρη μάχη, στην οποία επικράτησε κυρίως λόγω της δικής του στρατηγικής ικανότητας, απέκτησε ξακουστή δόξα όχι μόνο στους Σικελιώτες αλλά και σ’ όλους τους άλλους. Γιατί κανένας από τους προγενεστέρους του δεν μνημονεύεται να είχε χρησιμοποιήσει τέτοιο στρατήγημα, άλλα ούτε να είχε κατασφάξει σε μια μάχη περισσότερους βαρβάρους ή που να είχε πάρει τόσο μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων.

Σύγκριση του Θεμιστοκλή με το Γέλωνα.

23. Γι’ αυτό το λόγο, πολλοί από τους ιστορικούς παραβάλλουν αυτή τη μάχη με εκείνη που έδωσαν οι Έλληνες στις Πλαταιές, και το στρατήγημα του Γέλωνος με τα επινοήματα του Θεμιστοκλή, και την πρωτιά, λόγω της εξαιρετικής πολεμικής αρετής και των δύο, άλλοι την απονέμουν στους μεν κι άλλοι στους δε. Γιατί, όταν ο κόσμος στην Ελλάδα, στη μια περίπτωση, και στη Σικελία, στην άλλη, είχε τρομοκρατηθεί πριν από τη μάχη, η νίκη των Ελλήνων της Σικελίας που προηγήθηκε έκανε τους ανθρώπους στην Ελλάδα να πάρουν θάρρος, όταν έμαθαν για τη νίκη του Γέλωνα.

Όσο γι’ αυτούς που και στους δυο στρατούς είχαν τη γενική αρχηγία, στους Πέρσες κατάφερε να διαφύγει ο βασιλιάς και μαζί τους πολλές μυριάδες ανδρών, ενώ οι Καρχηδόνιοι όχι μόνο έχασαν τον στρατηγό τους αλλά και όσοι συμμετείχαν στον πόλεμο σφάχτηκαν και, όπως λέγεται, δε σώθηκε ούτε ένας για να φέρει την είδηση στην Καρχηδόνα. Επιπλέον, ως προς τους επιφανέστερους αρχηγούς, που στους Έλληνες ήταν ο Παυσανίας και ο Θεμιστοκλής, ο πρώτος θανατώθηκε από τους συμπολίτες του για πλεονεξία και προδοσία, ενώ ο δεύτερος εξορίστηκε απ’ όλη την Ελλάδα και κατέφυγε στον Ξέρξη, τον μεγαλύτερο εχθρό του, και έζησε κοντά του μέχρι το θάνατό του. Ενώ ο Γέλων μετά τη μάχη απολάμβανε όλο και μεγαλύτερης αποδοχής από τους Συρακούσιους, γέρασε όντας βασιλιάς και πέθανε τιμημένος, και ήταν τόσο ισχυρή η εύνοια των πολιτών προς το πρόσωπό του, ώστε η εξουσία παρέμεινε στα χέρια τριών μελών του οίκου του.

Η Κάθοδος των Μυρίων: Η ενδοξότερη όλων των υποχωρήσεων

$
0
0

Το συναρπαστικότερο βίωμα δυτικής στρατιωτικής εκστρατείας: Ελληνικό. H εξέλιξη των Ελλήνων στρατιωτών με το πέρας του Πελοποννησιακού Πολέμου - μισθοφορική η ελίτ στρατιωτική δύναμη. Η διάλυση της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Βασιλέως απεφεύχθη προ των πυλών. Η ανελέητη σύγκρουση με την Ανατολή και το DNΑ της Έριδας - καθοριστικό εδώ και 2.500 χρόνια.

Όταν φθάνει ένας μακροχρόνιος πόλεμος στο τέλος του, οι άνεργοι βετεράνοι στρατιώτες έρχονται μαζικά στην αγορά. Αυτή η κοινότοπη αντίληψη λειτουργεί σαν ένα νήμα μέσα από όλη την ιστορία των πολέμων. Μετά από κάθε ανακωχή, οι πρώην στρατιώτες των δύο πλευρών παραμένουν άνεργοι. Προσφορά και ζήτηση: θεμελιώδους σημασίας για το μέλλον αυτών των ανθρώπων είναι βέβαια η ύπαρξη εύπορων αγοραστών. Μετά τον τελευταίο μεγάλο Ελληνικό Εμφύλιο, αναζήτησαν την τύχη τους ως εργάτες στις φάμπρικες της Αμερικής και της Ευρώπης. Μετά τον πρώτο μεγάλο Ελληνικό Εμφύλιο, συνέχισαν να ασχολούνται με την τέχνη του πολέμου.

Σε αυτήν την κατάσταση ήταν οι Έλληνες στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια του ανελέητου αδερφικού πολέμου, τόσο η Αθήνα, όσο και η Σπάρτη, ενίσχυσαν τα στρατεύματά τους με μισθοφόρους, οι οποίοι είχαν προσληφθεί κυρίως στις φτωχότερες περιοχές της Ελλάδας. Η Σπάρτη κέρδισε τον πόλεμο με τη βοήθεια των μαζικών περσικών επιδοτήσεων, και με τις καθοριστικής σημασίας οδηγίες του αρχέτυπου όλων των μισθοφόρων - ο Αθηναίος Αλκιβιάδης. Αλλά με την ειρήνη δεν έληξαν μόνο τα συμβόλαια με τους μισθοφόρους. Σε αυτές τις τρεις δεκαετίες του πολέμου, πολλοί πολίτες-στρατιώτες (οπλίτες) είχαν μετατραπεί σε επαγγελματίες στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν μάθει τίποτα άλλο από τις στρατιωτικές τέχνες. Ενώ οι νικητές Σπαρτιάτες είχαν ακόμη χρήση για αυτούς για να καθιερώσουν τη δύναμή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, χιλιάδες Αθηναίοι οπλίτες δεν είχαν με τι να ασχοληθούν. Αλλά και πολλοί Αρκάδες, Αχαιοί και Αιτωλοί δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να καλλιεργήσουν τα άγονα χωράφια τους.

Από αυτή την προβληματική κατάσταση προσφέρθηκε σε πολλούς ξαφνικά μια κομψή λύση, όπως ο Κύρος ο νεότερος αδελφός του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β άρχισε να διαφημίζει ευρύτερα την απόκτηση νέων στρατευμάτων. Ο Κύρος ως σατράπης της Λυδίας, εκείνο τον καιρό, αγωνίζονταν με τον σατράπη Τισσαφέρνη για την κατοχή των πόλεων της Ιωνίας. Ο Μέγας Βασιλιάς παρέμεινε μακριά από αυτή τη διαμάχη όσο ελάμβανε τους φόρους του και από τις δύο πλευρές. Ωστόδο, οι διαφημίσεις για μισθοφόρους κατά του Τισσαφέρνη αποτελούσαν για τον Κύρο μόνο μια δικαιολογία, διότι στην πραγματικότητα ετοίμαζε μια πολύ μεγαλύτερη εκστρατεία κατά της Βαβυλώνας, προκειμένου να κατακτήσει το θρόνο για τον εαυτό του. Αυτό το εγχείρημα έπρεπε να παραμείνει μυστικό όσο το δυνατόν περισσότερο, και έτσι ο ίδιος χρηματοδότησε έναν αριθμό Ελλήνων μισθοφόρων τους πολέμους τους στη Θράκη και τη Θεσσαλία, με την προϋπόθεση να ενώσουν κατόπιν τις δυνάμεις τους με τις δικές του. Ο ίδιος συγκέντρωνε τον στρατό του στις Σάρδεις, του οποίου ο πυρήνας αποτελούνταν από Έλληνες οπλίτες. Κατά τη διάρκεια του έτους 402 π.Χ. προσέλευσαν μαζικά νέες ομάδες μισθοφόρων.

Εκστρατεία διαφήμισης: «Το σώμα ανήκει σε αυτόν που μπορούσε να πληρώσει γι'αυτό»

Η διαφήμιση οργανώθηκε από Έλληνες αξιωματικούς που είχαν λάβει χρήματα από τον Κύρο, και τώρα επέστρεφαν σε αυτόν με μερικές εκατοντάδες οπλίτες και πελταστές. Αλλά υπήρχαν και πραγματικά μεγάλοι εργοδότες, όπως ο Θηβαίος Πρόξενος ο οποίος παρουσιάστηκε στον Κύρο με 1.500 οπλίτες και 500 πελταστές ή ο Θεσσαλιώτης Μένων, ο οποίος ηγούνταν 1.000 οπλιτών και 500 πελταστών. Αυτοί οι άνδρες είχαν συχνά υπηρετήσει με τους ίδιους αξιωματικούς στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Μερικοί ήρθαν σε μικρές ομάδες, δελεαζόμενοι από υποσχέσεις για πλούσιες αποδοχές και λεηλασίες. Ο Αθηναίος Ξενοφών, ο οποίος έχει επιβιώσει και επιβεβαιώσει αυτά τα γεγονότα, γράφει αρκετά έντονα γι'αυτούς τους μισθοφόρους: Οι περισσότεροι στρατιώτες δεν συμμετέχουν στην εκστρατεία λόγω της έλλειψης τροφίμων στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά επειδή είχαν ακούσει για τη φήμη του Κύρου. Κάποιοι είχαν φέρει ακόμη και τους φίλους τους μαζί τους, άλλοι χρηματοδότησαν το ταξίδι με δικά τους χρήματα. Έφυγαν από τους πατέρες και τις μητέρες τους, ναι, ακόμη και από τα παιδιά τους, για να επιστρέψουν με πλούτη που θα αποκτηθούν γι'αυτούς.

Συγκέντρωση των μισθοφόρων

Κατά την προέλευση των μισθοφόρων εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς είναι Αχαιοί και Αρκάδες, αλλά σχετικά λίγοι ήταν οι Σπαρτιάτες - 700 οπλίτες Λακεδαιμόνιοι με επικεφαλής το Χειρίσοφο. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες είχαν ακόμη να απασχοληθούν σε θέσεις εργασίας στην πατρίδα τους, αλλά και στις πολλές φρουρές στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από την υπόλοιπη Ελλάδα ήρθαν ακόμη Σκύθες και Κρήτες τοξότες, σφενδονιστές από τη Ρόδο, ακόμα και πελταστές από τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Ένα σημαντικό ποσοστό εξόριστων και πολιτικών προσφύγων παρουσιάζεται επίσης στο μισθοφορικό στράτευμα. Ένα χαρακτηριστικό παρουσιαστικό είναι σίγουρα ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, ο οποίος ήταν έμπιστος του Κύρου. Ο Κλέαρχος είχε πολεμήσει για την πατρίδα του ήδη από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ως διοικητής της φρουράς του Βυζαντίου συμπεριφέρθηκε τόσο απάνθρωπα σε μερικούς ανθρώπους της πόλης, ώστε η Σπάρτη αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει από την θέση του - μια κίνηση που στέρησε στην υστεροφημία του την θέση που της αναλογεί. Όταν ο Κλέαρχος αγνόησε την εντολή, οι Σπαρτιάτες τον καταδίκασαν σε θάνατο και έστειλαν στρατό εναντίον του. Ο Κλέαρχος στη συνέχεια κατέφυγε στον Κύρο και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο νέο του αφεντικό. Μάλλον ήταν ένας από τους λίγους Έλληνες που γνώριζαν εξαρχάς για τον πραγματικό σκοπό της εκστρατείας. Νωρίτερα, σε επιδρομές του κατά Θρακικών φυλών, δεν αγνόησε να στρατολογήσει αρκετούς από αυτούς για λογαριασμό του Κύρου.

Κίνητρα: «Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων»

Όταν τελικά συγκεντρώνονται οι Μύριοι, περίπου 14.000 οπλίτες και πελταστές, ξεκίνησε η πορεία προς τα ανατολικά. Υπήρξαν επίσης επιπλέον μερικές δεκάδες χιλιάδες ελαφρά οπλισμένοι Aσιάτες και το ιππικό, το οποίο είχε προσληφθεί από τον Κύρο στις δικές του επαρχίες - συνολικά 100.000 άνδρες αναφέρουν οι πηγές της εποχής εκείνης - ο Ξενοφώντας.

«Των δε βαρβάρων φόβος πολύς»: Στη Φρυγία, οι Έλληνες παρέλαβαν στη συνέχεια τους μισθούς για τέσσερις μήνες, έτσι ώστε το ηθικό τους έχει πλέον ενισχυθεί σημαντικά. Ωστόσο, και τα προβλήματα συσσωρεύονται επίσης: Όλο και περισσότεροι αρχίζουν να συνειδητοποιούν πού ακριβώς είναι να καταλήξει αυτή η στρατιωτική εκδρομή. Όταν τελικά ήρθαν στις Πύλες της Κιλικίας στην Ταρσό, οι Έλληνες αρνούνται να προχωρήσουν, γιατί δεν θέλουν να πολεμήσουν ενάντια στα στρατεύματα του Μεγάλου Βασιλέως.

Τα ακόλουθα επιχειρήματα, αργότερα κατέληξαν σε παρόμοια ξανά και ξανά, δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτός ο μισθοφορικός στρατός δεν υπάκουε σε μια συγκεκριμένη στρατιωτική ιεραρχία, αλλά αποτελούσε ένα είδος ένωσης με μια δημοκρατική βάση αποφάσεων, επηρεαζόμενη στη συνέχεια από υποσχέσεις, φωνές δημαγωγίας και απειλές. Ο Κλέαρχος, που ήταν κάτι σαν ανώτατος διοικητής, βρέθηκε επανειλημμένα αντιμέτωπος με τους θυμωμένους μισθοφόρους, οι οποίοι προσπάθησαν να τον αποτελειώσουν με λιθοβολισμό. Όπως ο Πολύβιος αναφέρει ότι παρόμοιοι λιθοβολισμοί ανάμεσα στους στρατιώτες υπήρξαν και αργότερα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Καρχηδόνα, πρέπει κανείς να υποθέσει ότι ήταν ένα πολύ δημοφιλές μέσο με το οποίο οι στρατιώτες μπορούσαν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στην ηγεσία τους. Ο Κλέαρχος, ωστόσο, διαβεβαίωσε τους στρατιώτες σε έναν σημαντικό λόγο του ότι δεν ήθελε να βαδίσει ενάντια στο Μεγάλο Βασιλέα, και ήταν τόσο πειστικός που οι μισθοφόροι υπό τις διαταγές δύο άλλων αξιωματικών άλλαξαν στρατόπεδο και πήγαν σ 'αυτόν. Οι μισθοφόροι προφανώς θεωρούσαν ως δικαίωμά τους να επιλέγουν το δικό τους αξιωματικό, ή να ενώσουν τις δυνάμεις τους με αυτές άλλου. Και πάλι, αυτή η διαδικασία επαναλήφθηκε πολλές φορές αργότερα.

Οι μισθοφόροι είχαν ηρεμήσει κάπως, μετά τον λόγο του Κλεάρχου, και μετά την υπόσχεση του Κύρου για αύξηση του μισθού τους ήταν έτοιμοι να κινηθούν προς τον Ευφράτη, που υποτίθεται ότι ήταν να αντιμετωπίσουν τα εχθρικά στρατεύματα.

«Ώ, άνδρες Έλληνες»: Ο Κύρος, στον Ευφράτη, ανοίγεται στους Έλληνες, λέγοντάς τους ότι πράγματι βαδίζουν προς την Βαβυλώνα για να πολεμήσουν τον Μεγάλο Βασιλέα. Τώρα η οργή είναι αρκετά μεγάλη, και πολλοί δεν θέλουν να προχωρήσουν παραπέρα, αλλά από την άλλη πλευρά αναγνωρίζεται ότι θα είναι πολύ δύσκολο να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής χωρίς την βοήθεια του Κύρου. Όταν στη συνέχεια ο Κύρος τους υπόσχεται ότι θα τους πληρώσει ένα έτος ως ένα επιπλέον μπόνους, με τις πρώτες μονάδες που δωροδόκησε να περνούν τον Ευφράτη, ακολουθούν και οι υπόλοιποι Έλληνες τη μοίρα τους.

401 π.Χ. Κούναξα: Η διπλή νίκη του Κλεάρχου

Κατά μήκος του Ευφράτη στη Μεσοποταμία πορεύονται στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι κατά την επιθεώρηση του στρατεύματος μετρούνται 10.400 Έλληνες οπλίτες, 2.500 πελταστές, 10 μυριάδες βάρβαροι και 20 δρεπανηφόρα άρματα. Δηλαδή από το σύνολο των 14.000 Ελλήνων που αναφέρει νωρίτερα, λείπουν 1.100 άντρες, από τους οποίους άλλοι ίσως δραπέτευσαν και άλλοι έχασαν τη ζωή τους από αρρώστιες ή σε μικρότερες μάχες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Μεγάλος Βασιλιάς που έχει από καιρό συνειδητοποιήσει τον λόγο αυτής της εκστρατείας, έχει αρχίσει εδώ και καιρό να συγκεντρώνει έναν τεράστιο στρατό, πάνω από ένα εκατομμύριο άνδρες. Πιο λεπτομερή στοιχεία για τα περσικά στρατεύματα καλύπτονται από τις συνήθεις υπερβολές την εποχή εκείνη. Ωστόσο, κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι ο Αρταξέρξης είχε μια ισχυρότατη υπεροχή αριθμών, καθώς οι δύο στρατοί ήρθαν στη συνέχεια, το 401 π.Χ. στα Κούναξα κοντά στη σημερινή Βαγδάτη, αντιμέτωποι.

Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο Αρταξέρης είχε κάπου ένα εκατομμύριο στρατιώτες, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει 400.000 στρατιώτες.
 
Οι μισθοφόροι Έλληνες τάχθηκαν στο δεξιό κέρας, ακουμπώντας πάνω στην κοίτη του Ευφράτη. Στο δεξιό άκρο τάχθηκαν οι πελταστές και 1.000 Παφλαγόνες ιππείς. Δίπλα τους τάχθηκε η φάλαγγα, με τον Κλέαρχο να διοικεί την δεξιά πτέρυγα, τον Πρόξενο το κέντρο και τον Μένωνα την αριστερή πτέρυγά της. Στο κέντρο και το αριστερό κέρας των στρευμάτων του Κύρου βρίσκονταν τα βαρβαρικά τμήματά του. Στο κέντρο έλαβε θέση μάχης και ο Κύρος, επικεφαλής του αριστοκρατικού ιππικού του. Ο Πέρσης αριστοκράτης υπολόγιζε μέσω του ελιγμού της τανάλιας να πλήξει θανάσιμα τον αδερφό του.

Ο Κλέαρχος που είχε λάβει το πρόσταγμα πάνω από τους Έλληνες πρέπει τώρα στραφεί προς το κέντρο κατά του Μεγάλου Βασιλιά και να τον κυκλώσει με τον Κύρο - το πρόσταγμα του τελευταίου. Ο Σπαρτιάτης είναι έμπειρος πολεμιστής: Επειδή ο Κλέαρχος απώλεσε κατά τη διάρκεια της μάχης στιγμιαία την πλευρική του κάλυψη, προτίμησε πρώτα να συνεχίσει να κυνηγήσει τους Πέρσες που βρίσκονταν σε φυγή, μετά τη πρώτη εφόρμηση της ελληνικής φάλαγγας. Ενώ οι Έλληνες απομακρύνθηκαν από την εμπλοκή στο κέντρο, ο Κύρος με το ιππικό του δεν κατάφερε να αντιμωπίσει με επιτυχία το αντίπαλο κέντρο, με τον Κύρο να σκοτώνεται στη μάχη. Τέλος, οι Έλληνες επέστρεψαν στο κέντρο, και διεκδίκησαν με επιτυχία ολόκληρο το πεδίο της μάχης, κατανικώντας τον αντίπαλο.

Οι Έλληνες έψαλαν για δεύτερη φορά μέσα σε μια μέρα τον παιάνα τους, και σε κλειστό σχηματισμό άρχισαν να βαδίζουν και πάλι κατά του αντίπαλου, ενώ λίγο αργότερα άρχισαν να τρέχουν συντονισμένα ως ένας σχηματισμός-οδοστρωτήρα κατά του εχθρού, χτυπώντας με τα δόρατά τους τις ασπίδες τους για να τρομάξουν τα άλογα του εχθρού. Οι Πέρσες, μπροστά στη θέα του επερχόμενου βαριά θωρακισμένου αντίπαλου, πέταξαν τις ασπίδες τους, και αυτή την φορά άρχισαν να τρέπονται σε φυγή πριν ξεκινήσει η σύγκρουση.

Το πλήρες νόημα του θανάτου του Κύρου το αντιλήφθησαν την επόμενη μέρα: Νίκησαν στη μάχη, αλλά ο πόλεμος είχε χαθεί. Τώρα ήταν εντελώς μόνοι τους, βαθιά στο έδαφος του εχθρού. Ενώ η πορεία τους έως εδώ οργανώθηκε νωρίτερα από τον Κύρο, με διατροφή και εξασφαλισμένες τις διαβάσεις, τώρα έπρεπε να υπολογίζουν ότι ο δρόμος προς τα πίσω είναι αποκομμένος. Τις πρώτες κλήσεις των Περσών να παραδώσουν τα όπλα τις αρνήθηκαν, απαντώντας στους Πέρσες να έρθουν να τα πάρουν. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι Πέρσες δεν είχαν απολύτως κανένα ενδιαφέρον να δώσουν μία ακόμη μάχη σε ανοιχτό πεδίο με αυτήν την απελπισμένη στρατιωτική ελίτ των Ελλήνων, ξεκίνησαν υπό την ηγεσία του σατράπη Τισσαφέρνη με διαπραγματεύσεις. Ως έμπειρος μισθοφόρος, ο Κλέαρχος είχε να προτείνει στους Πέρσες και μια εναλλακτική λύση: Να υπηρετήσουν έναντι αμοιβής τον Τισσαφέρνη.

Ξενοφώντας: Ηγέτης από το πουθενά

Ο Τισσαφέρνης ενδιαφέρθηκε και κάλεσε πρώτα τον Κλέαρχο και μετά όλους τους Έλληνες ηγέτες να τους συναντήσει στο στρατόπεδο του. Όταν εμφανίστηκαν, σκότωσε το σύνολο των Ελλήνων αξιωματικών. Τούς πέντε υψηλότερους στρατιωτικούς ηγέτες, Πρόξενο, Μένωνα, Αγία, Σωκράτη και Κλέαρχο, τους έστειλε αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα, όπου εκτελέστηκαν αμέσως μετά. Οι Έλληνες ήταν πλέον σε μια εντελώς απελπιστική κατάσταση: Θλίψη και λαχτάρα, λαχτάρα για τους γονείς, τις συζύγους τους και τα παιδιά που πιθανώς δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά. Η πρωταρχική αποστολή των υπόλοιπων αξιωματικών, επομένως, ήταν να ενισχύσουν το ηθικό των στρατιωτών. Εδώ, προφανώς ο Ξενοφώντας κατάφερε να αναδειχτεί ως ο μεγάλος εμψυχωτής. Δεν είχε αναλάβει έως τώρα καμία στρατιωτική διοίκηση, όμως, ως μαθητής του Σωκράτη αναδείχτηκε ρητορικά των άλλων αξιωματικών. Τέλος, οι συγκεντρωμένοι αρχηγοί επέλεξαν τον Ξενοφώντα και άλλους τέσσερις ως στρατηγούς και αποφάσισαν να βαδίσουν προς τα βόρεια και για να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο.

Kάθοδος των Μυρίων: Μια ελίτ δύναμη φέρνει τα «κάτω-πάνω»

Στα Κούναξα οι οπλίτες απέδειξαν σαν βαρύ πεζικό πράγματι την φονική υπεροχή τους στο πεδίο της μάχης. Ωστόδο, τα γεγονότα της πορείας της επιστροφής δείχνουν ότι οι οπλίτες ήταν αβοήθητοι όταν παρέμεναν μόνοι τους. Χωρίς τους ελαφρά οπλισμένους πελταστές, χωρίς τους τοξότες και το ιππικό, μάλλον δεν θα επέστρεφε κανείς από αυτούς πίσω. Ήδη κατά την έναρξη της υποχώρησης η οπισθοφυλακή των Ελλήνων παρενοχλήθηκε από το περσικό ιππικό, και από 400 πολύ ευέλικτους ιππείς τοξότες. Αυτοί πίεσαν ασφυκτικά του Έλληνες, αλλά σε κάθε προσπάθεια αντεπίθεσης των Ελλήνων, υποχωρούσαν τάχιστα. Σύντομα οι Έλληνες είχαν πολλούς τραυματίες και πιθανώς θα είχαν διαλυθεί ως σύνολο μετά από μερικές ημέρες. Οι αξιωματικοί άρχισαν να αναζητούν στο στράτευμα για στρατιώτες από τη Ρόδο, οι οποίοι ήταν ταλαντούχοι στον χειρισμό της σφεντόνας, αλλά νωρίτερα λόγω των υψηλότερων μισθών υπηρέτησαν ως οπλίτες. Δεδομένου ότι οι Ρόδιοι χρησιμοποιούσαν με διαφορετικό τρόπο από τους Πέρσες την σφεντόνα, χωρίς πέτρες αλλά με σφαίρες από μόλυβδο, υπερέβησαν στην εμβέλεια ακόμη και τους τοξότες. Για την αντεπίθεση στήθηκε πρόχειρα μια μονάδα από άλογα και υποζύγια. Με αυτή την κίνηση οι Έλληνες κατάφεραν στη συνέχεια να αντιμετωπίσουν επανειλημμένα με επιτυχία τους Πέρσες. Αλλά η φονική φάλαγγα αποδείχθηκε στις ακόλουθες μάχες στα βουνά εντελώς άχρηστη. Οι Έλληνες σύντομα διαφοροποίησαν τους σχηματισμούς, σε στήλες, ή σε εντελώς ανεξάρτητες μικρότερες ομάδες. Στις μάχες σε ορεινές περιοχές και σε οχυρωμένα χωριά οι πελταστές έγιναν ολοένα και πιο σημαντικοί, καθώς οι οπλίτες ήταν πολύ αργοί και δυσκίνητοι.

Στη χώρα των Κούρδων: Με την άφιξή τους στα Καρδούχεια όρη και στη χώρα των Καρδούχων, άφησαν πίσω τους Πέρσες του Μεγάλου Βασιλιά, επειδή αυτός δεν είχε καμία εξουσία εδώ. Ο Ξενοφώντος περιγράφει τους Καρδούχους ως ικανότατους στον ανταρτοπόλεμο. Επειδή ήσαν ελαφρά οπλισμένοι χτυπούσαν τον εχθρό και στη συνέχεια απομακρύνονταν. Οι μάχες με αυτές τις φυλές ήταν ακόμα πιο δύσκολες. Αφού οι Έλληνες κατάφεραν να κερδίσουν το πέρασμά τους, ήρθαν στην Αρμενία, όπου είχαν να υποστούν μια τρομερή πείνα, κρύο και το χιόνι. Οι στρατιώτες τύλιγαν γύρω από τα πόδια τους δέρματα ζώων, αλλά υπήρξαν πολλά κρυοπαγήματα. Άλλοι τυφλώθηκαν από το χιόνι. Όπως ο Ξενοφών ηγούνταν της οπισθοφυλακής, πολλοί από αυτούς τον παρακάλσεαν να τους σκοτώσει για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Σημαντική ήταν η κατάκτηση των διάσπαρτων χωριών, γιατί ο στρατός θα μπορούσε έτσι να προμηθεύεται τα απαραίτητα για να επιβιώσει. Μερικές φορές κατάφεραν να έρθουν σε συμφωνία, με την παροχή τροφίμων προς αυτούς - αντί της λεηλασίας στο πέρασμά τους. Μέσα από αυτές τις επιδρομές στα χωριά το κομβόι των συλληφθέντων σκλάβων και των υποζυγίων μεγάλωνε όλο και περισσότερο, και επιβραδύνθηκε ο ρυθμός της πορείας τους σημαντικά, έτσι ώστε σε ιδιαίτερα κρίσιμες καταστάσεις πολλές φορές να δίνεται η διαταγή να αφήσουν πίσω ότι δεν ήταν απαραίτητο. Ο Ξενοφών παραπονιέται ότι οι μισθοφόροι είχαν καταφέρει για άλλη μια φορά να κρατούν κοντά τους τις «όμορφες γυναίκες» και τα «όμορφα αγόρια». Ανέφερε επίσης έναν μεγάλο αριθμό ιεροδούλων στο στρατό.

«Θάλαττα, Θάλαττα»

Τέλος, οι Έλληνες έφτασαν στη θάλασσα. Μετά τις ανείπωτες δυσκολίες ήρθε το περίφημο «θάλαττα, θάλαττα» και το τέλος της προηγούμενης συννενόησής τους. Παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμη πολύ μακριά από ασφαλείς περιοχές, η θάλασσα τους έδωσε την αίσθηση του να βρίσκονται κοντά στην πατρίδα τους. Στην Τραπεζούντα οι πολίτες τους έδωσαν ένα πολεμικό πλοίο, με την ελπίδα να τους ξεφορτωθούν γρήγορα. Έτσι, με το πλοίο κατέκτησαν αρκετά εμπορικά πλοία, έτσι ώστε να είναι σε θέση να μεταφέρουν με τα πλοία τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Ωστόσο, με την αίσθηση ότι έχουν ξεφύγει από την καταστροφή, ξεκίνησε εκ νέου η διαμάχη και οι ίντριγκες για το τι θα γίνει με αυτό τον όμορφο στρατό από οπλίτες, σφενδονίτες και ιππείς: Η ιδέα της ίδρυσης μιας αποικίας για να επεκταθεί η δύναμη της Ελλάδος, και φυσικά και η φήμη του Ξενοφώντα, ο οποίος είχε φιλοδοξίες ως ιδρυτής να γίνει πιθανώς και κυβερνήτης της νέας αποικίας.

Όπως και άλλοι, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τους μισθοφόρους για τους σκοπούς τους. Σύντομα ήρθαν σε σημαντικές διαφορές μεταξύ τους τα στρατεύματα, που αριθμούσαν εκείνη τη στιγμή περίπου 8.000 άνδρες, και χωρίστηκεαν σε τρεις ομάδες. Το μεγαλύτερο τμήμα με 4.000 οπλίτες ήταν οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, οι οποίοι δεν ήθελαν άλλο να λαμβάνουν τις εντολές τους από τον Αθηναίο Ξενοφών. Οι ίδιοι θεωρούνταν ως οπλίτες η ελίτ του στρατού. Ότι αυτή η κίνησή τους ήταν ένα τεράστιο λάθος - το ανακάλυψαν σύντομα. Όταν άρχισαν να λεηλατούν ορισμένα γύρω χωριά, διάσπαρτοι πολλά ανεξάρτητα τμήματα, δέχτηκαν επίθεση από ελαφρύ πεζικό και ιππικό, με αποτέλεσμα ένα τμήμα να διαλυθεί εξ ολοκλήρου και ένα άλλο να αναζητήσει καταφύγιο σε ένα λόφο. Εκεί, στη συνέχεια παραδόθηκε αβοήθητο στους τοξότες του εχθρού. Μόνο όταν ήρθε ο Ξενοφώντας και η μικτή δύναμη του για να τους βοηθήσει, κατάφεραν να αποφύγουν την ολική καταστροφή.

Σ'αυτή τη δωδεκάμηνη πορεία από τα παράλια της Μικράς Ασίας στα Κούναξα, από τα Κούναξα στην Τραπεζούντα και από την Τραπεζούντα στη Θράκη, οι Μύριοι απώλεσαν περίπου τους μισούς συντρόφους τους. Όταν ο στρατός έφτασε τελικά το Βυζάντιο, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Αναξίβιο για να τους δώσει απασχόληση. Αυτός δεν είχε αρκετά χρήματα και το μόνο που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν να μην προσληφθούν οι στρατιώτες μαζικά από κάποια τρίτη πλευρά. Απογοητευμένοι, οι πρώτοι στρατιώτες άρχισαν να πωλούν τα όπλα τους για να πάνε σπίτι τους, άλλοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις. Ο Ξενοφών πέτυχε να κλείσει ένα συμβόλαιο με τον Σεύθη από την Θράκη. Αυτός απαίτησε τις στρατιωτικές υπηρεσίες για δικές του εσωτερικές φυλετικές διαμάχες: Το χειμώνα του 400/399 π.Χ. το στράτευμα πολέμησε εναντίον άλλων Θρακών, αλλά όταν ο Σεύθης αναδείχτηκε αναξιόπιστος και δεν είχε άλλο χρήματα για να τους πληρώσει, τον εγκατέλειψαν. Αφού οι Έλληνες είχαν ζήσει αυτό το χειμερινό διάστημα περισσότερο από την κλοπή παρά από τους μισθούς τους, η μεγάλη ανακούφιση ήρθε τελικά με το κάλεσμα του Σπαρτιάτη διοικητή Θίβρων: Αυτός πρέπει να οργανώσει μια εκστρατεία κατά των Περσών, κατά του σατράπη Τισσαφέρνη, και ως εκ τούτου διέθετε επαρκή μέσα για να αναλάβει τις αμοιβές για το σύνολο του στρατού, και έτσι ο κύκλος έκλεισε, επειδή οι μισθοφόροι τελικά πήγαν στον πόλεμο για τον οποίο υποτίθεται ότι προσλήφθηκαν πριν από δύο χρόνια.

Ο Ξενοφών επέστρεψε μετά από λίγο στην Ελλάδα και συνόδευσε το 396 π.Χ. το φίλο του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών, και στη συνέχεια ενάντια στους συμμάχους της Αθήνας και Θήβας. Μετά την Μάχη της Κορώνειας (394 π.Χ.) εξορίστηκε από την Αθήνα, ζητώντας καταφύγιο κοντά στην Ολυμπία, όπου το 371 π.Χ. έπρεπε να φύγει και πάλι. Το υπόλοιπο της ζωής του το έχει περάσει μάλλον στην Κόρινθο, αν και η τιμωρία της εξορία του πιθανώς ήδη από το 368/367 π.Χ. ανακλήθηκε. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία.

Εκεί στην Πελοπόννησο έγραψε το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφής του: Ο Ξενοφών, αναφέρει πολλές φορές τη νοσταλγία των μισθοφόρων για τις οικογένειές τους. Ωστόσο, στο τελικό στάδιο αυτής της οδύσσειας τους, οι περισσότεροι δεν θέλουν να πάνε στο σπίτι, αλλά απλά αναζητούν έναν νέο εργοδότη. Το πατρικό τους σπίτι τους έχει πιθανώς αντικατασταθεί από καιρό από την ζωή στο στρατόπεδο, στο οποίο υπήρχαν πάντοτε και πολλές γυναίκες, ολόκληρες οικογένειες σκλάβων. Οι στρατιώτες είναι εδώ και καιρό ξεριζωμένοι λόγω της πολεμικής τους ζωής. Το παλιό (πατρικό) σπίτι τους, μια κανονική ζωή και τις οικογένειές που άφησαν πίσω τους, αναπολούν σχεδόν αποκλειστικά όταν βρίσκονται σε μια κατάσταση απελπισίας.
 
Αυτή η εκστρατεία των «δέκα χιλιάδων» διευκολύνει την κατανόηση των γεγονότων δύο γενιές αργότερα - από τη σκοπιά του αρχαίου κόσμου - με παγκόσμιες και μακροπρόθεσμες συνέπειες: Η εκστρατεία (334-323 π.Χ. ) του Μέγιστου των Ελλήνων, του Αλέξανδρου του Μακεδών και των κατακτήσεών του.

Η μάχη του Υδάσπη ποταμού (326 π.Χ)

$
0
0

Την άνοιξη του 326 π.Χ. ο Αλέξανδρος διέβη τον Ινδό ποταμό βαδίζοντας προς τα ενδότερα της Ινδίας. Τότε ο ισχυρός βασιλιάς της Ινδίας Πώρος θέλησε να του σταματήσει την προέλαση. Προς τούτο συγκέντρωσε μεγάλη στρατιωτική δύναμη με πολλούς ελέφαντες στις όχθες του Υδάσπη ποταμού (σημερινού Τζέλουμ) προκειμένου να εμποδίσει τη διάβαση του ποταμού από τον Αλέξανδρο. Ο μεγαλοφυής Μακεδόνας όμως με έξυπνα στρατηγήματα διέβη τον ποταμό και στη μάχη που συνήφθη στις όχθες του (Ιούλιος του 326 π.Χ.) νίκησε κατά κράτος τις δυνάμεις του Πώρου, καταγάγοντας μία από τις ενδοξότερες και δυσκολότερες νίκες του.

Την άνοιξη του 326 π.Χ. ο Αλέξανδρος με τη στρατιά του έφθασε στον Ινδό ποταμό. Προτού επιχειρήσει τη διάβαση του μεγάλου αυτού ποταμού ξεκούρασε, όπως αναφέρει ο ιστορικός Διόδωρος, τον στρατό του επί έναν μήνα και τέλεσε μεγαλοπρεπείς θυσίες στους θεούς, ενώ οργάνωσε γυμνικούς και ιππικούς αγώνες δίπλα στον ποταμό. Οι οιωνοί ήταν αίσιοι για τη διάβαση, που ξεκίνησε το πρωί μιας ημέρας της άνοιξης του 326 π,Χ και πραγματοποιήθηκε χωρίς δυσκολία χάρη αφ’ ενός στην έτοιμη μεγάλη γέφυρα που είχαν κατασκευάσει με ζεύξη λέμβων ο Ηφαιστίων και ο Περδίκκας, οι οποίοι είχαν ναυπηγήσει και πολλά μικρά πλοία και τριακοντόρους (πλοία με τριάκοντα κουπιά), και αφ’ ετέρου στο γεγονός ότι την απέναντι όχθη δεν την υπερασπίζονταν εχθροί, καθώς αποτελούσε το σύνορο των εδαφών του φίλου και συμμάχου Ταξίλη. Ο Αλέξανδρος μετά τη διάβάση του Ινδού προχώρησε και έφθασε στα Τάξιλα που βρίσκονταν σε απόσταση 40 χιλιομέτρων περίπου από τον ποταμό.

Ο Αλέξανδρος στα Τάξιλα

Ο βασιλιάς των Ταξίλων Ταξίλης του επεφύλαξε μεγαλοπρεπή υποδοχή: τον καλωσόρισε έξω από την πόλη με όλη τη στρατιωτική του δύναμη παραταγμένη και με τους ελέφαντες του, παραδίδοντας τον εαυτό του και τη δύναμη του στον Μακεδόνα βασιλιά. Ο Αλέξανδρος, ευχαριστημένος από την υποδοχή αυτήν του δήλωσε ότι θα εξακολουθήσει να είναι βασιλιάς της χώρας του και έκτοτε του συμπεριφέρθηκε πάντοτε ως φίλος και σύμμαχος.

Τα Τάξιλα, που ο Αρριανός τα χαρακτηρίζει «πόλιν μεγάλην και ευδαίμονα, την μεγίστην των μεταξύ Ινδού ποταμού και Υδάσπου», ήταν πραγματικά πολυάνθρωπη και πλούσια εμπορική πόλη, αλλά και ένα από τα μεγάλα κέντρα του Βραχμανισμού. Εκεί οι Μακεδόνες, που έβλεπαν για πρώτη φορά τόσο μεγάλη Iνδική πόλη, ήλθαν σε επαφή με τον ιδιότυπο ινδικό πολιτισμό.

Στα Τάξιλα ο Αλέξανδρος, προετοιμάζοντας την εισβολή στην ΠενταποταμΙα, πραγματοποίησε ορισμένες μεταβολές στον στρατό….εκτός των άλλων, τοποθέτησε ίππαρχο τον Κοίνο, προάγοντας τον, και ανέθεσε τη διοίκηση της τάξης των πεζεταίρων, στον γιο του Αντιγένη. Ενημερώθηκε, επιπλέον, από τον Ταξίλη για την κατάσταση των γειτονικών περιοχών και για τις διαθέσεις των ηγεμόνων τους απέναντι του……………για τον Πώρο, βασιλιά της χώρας μεταξύ των ποταμών Υδάσπη και Ακεσίνη και τον μυστικό σύμμαχο του Αβισάρη, βασιλιά των ορεινών προς Βορράν περιοχών. Τότε μάλιστα έφθασαν αντιπροσωπείες από τις πλησίον χώρες με πλούσια δώρα, για να δηλώσουν την υποταγή τους στον Αλέξανδρο, τον ακατανίκητο νέο Μεγάλο Βασιλέα, που είχε συντρίψει τις δυνάμεις των Περσών και είχε κατακτήσει το απέραντο κράτος τους. Ο Αβισάρης δεν έφθασε ο ίδιος, αλλά έστειλε ως πρέσβεις τον αδελφό του και άλλους αξιωματούχους με δώρα, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να καλύψει τις αληθινές προθέσεις του.

Αντίθετα με τη στάση των περισσοτέρων από τους ηγεμόνες της περιοχής, ο Πώρος, βασιλιάς με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και υψηλό φρόνημα, αποφάσισε να αντισταθεί παρότι έβλεπε τη γενική διάθεση για συνθηκολόγηση. Διεμήνυσε με σθένος στον Αλέξανδρο, που τον είχε καλέσει να έλθει να τον συναντήσει στα Τάξιλα, ότι θα τον συναντούσε, αλλά με τα όπλα, στα σύνορα του κράτους του, στον ποταμό Υδάσπη. Ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε αμέσως ότι είχε να αντιμετωπίσει έναν σοβαρό αντίπαλο.

Εν τω μεταξύ ο Ταξίλης παραχώρησε και άλλους 56 ελέφαντες στον Αλέξανδρο και εκείνος, σε ανταπόδοση των πλούσιων δώρων του (ο Ταξίλης είχε ήδη δωρίσει στον Αλέξανδρο 200 τάλαντα αργύρου, 3.000 βόδια, 10.000 πρόβατα και 30 ελέφαντες και επιπλέον 700 ιππείς) και των μεγάλων δαπανών του για τη συντήρηση του στρατού κατά την παραμονή του στα Τάξιλα, του πρόσφερε -σύμφωνα με τον Πλούταρχο (βίος του Αλεξάνδρου 59)- ως δώρο το υπέρογκο ποσό των 1.000 ταλάντων χρυσού. Μάλιστα, για να ενισχύσει περισσότερο και να στερεώσει τους φιλικούς δεσμούς με τον Ταξίλη, προσέθεσε στο κράτος του τις περιοχές γειτονικών λαών.

Ωστόσο το κράτος του Ταξίλη δεν θα ήταν ανεξάρτητο. Ο Αλέξανδρος όρισε σατράπη των εδαφών ανατολικά του Ινδού τον Φίλιππο τον Μαχάτα και εγκατέστησε φρουρά στα Τάξιλα, όπου άφησε και τους στρατιώτες που ήταν ασθενείς. Η σατραπεία αυτή ήταν η τελευταία που ίδρυσε προς Ανατολάς. Επειδή κατά τη συνέχιση της προέλασης θα έπρεπε ο Αλέξανδρος να περάσει τον μεγάλο ποταμό Υδάσπη, που την απέναντι όχθη του, όπως πληροφορήθηκε, κατείχε ήδη ο Πώρος με όλο τον στρατό του, αποφασισμένος να εμποδίσει τη διάβαση, έστειλε τον Κοινό, τον γιο του Πολεμοκράτη, πίσω στον Ινδό ποταμό, με την εντολή τα πλοία που ήταν εκεί,αφού τα αποσυναρμολογήσει, να τα μεταφέρει στον Υδάσπη. Ο Κοίνος μετέφερε πραγματικά με άμαξες τα μικρά πλοία χωρισμένα σε δύο κομμάτια και τις τριακοντόρους σε τρία ως τις όχθες του Υδάσπη. Εκεί τα πλοία συναρμολογήθηκαν και πάλι και ρίφθηκαν στον ποταμό, γράφει ο Αρριανός.

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος, θέλοντας να προλάβει τις μεγάλες θερινές βροχές και την ενδεχόμενη άφιξη ενισχύσεων στον Πώρο από τον Αβισάρη, αφού τέλεσε τις καθιερωμένες θυσίες στους θεούς και οργάνωσε γυμνικούς και ιππικούς αγώνες, ξεκίνησε από τα Τάξιλα, τον Μάιο ή στις αρχές Ιουνίου του 326 π.Χ., με τις δικές του δυνάμεις και με 5.000 Ινδούς, που οδηγούσαν ο Ταξίλης και άλλοι ύπαρχοι της περιοχής.

Ο Αλέξανδρος στον Υδάσπη – Οι δυνάμεις των αντιπάλων

Οι αρχαίες πηγές δεν παρέχουν επαρκή στοιχεία για τη διαδρομή που ακολούθησε ο Αλέξανδρος. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, προχώρησε προς νότον, ως πέρα από τo σημερινό Τσάκουαλ, στράφηκε έπειτα προς Ανατολάς και νοτιανατολικά, προσπέρασε τα Άρα και έφθασε στο πέρασμα Ναντάνα, όπου δύναμη Ινδών με αρχηγό τον ανιψιο του Πώρου, Σπιτάκη, επιχείρησε να εμποδίσει τη διάβαση. Ο Αλέξανδρος όμως με κατάλληλη διάταξη του ιππικού, που διευκόλυνε ελιγμό του μέσα στο πέρασμα, πέτυχε να τρέψει τους Ινδούς σε άτακτη φυγή, προκαλώντας τους βαριές απώλειες, ιδίως στην πολύ στενή έξοδο του. Πέρασε έτσι από το σημείο αυτό και συνεχίζοντας την πορεία του νοτιοδυτικά έφθασε στον Υδάσπη, στη θέση του σημερινού χωριού Χαρανπούρ. Εκεί, κοντά στον ποταμό, στρατοπέδευσε.

Στην απέναντι όχθη ήταν ο Πώρος με την κύρια δύναμη της στρατιάς του και με το «στίφος» των ελεφάντων. Στο σημείο που είχε δει ότι στρατοπέδευσε ο Αλέξανδρος έμεινε ο ίδιος να φρουρεί το πέρασμα. Σε άλλα σημεία του ποταμού, όπου υπήρχαν «πόροι», έστειλε άλλα τμήματα να εμποδίσουν τη διάβαση των Μακεδόνων. Η στρατιά του Πώρου ήταν ισχυρότατη, με κύριο χαρακτηριστικό της τον μεγάλο αριθμό αρμάτων και κυρίως ελεφάντων, που αποτελούσαν βασικά στηρίγματα της παράταξης της. Με πύργους τειχών τους παρομοιάζουν ο Διόδωρος και ο Πολύαινος.

Για τη δύναμη της στρατιάς του παρέχονται διαφορετικές εκτιμήσεις από τον Αρριανό, τον Διόδωρο, τον Κούρτιο και τον Πλούταρχο. Σύμφωνα με τον Αρριανό, που φαίνεται να βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, ήταν 30.000 πεζοί, 4.000 ιππείς, 300 άρματα, 200 ελέφαντες και επίσης μικρά τμήματα που είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της όχθης του ποταμού και στο αρχικό στρατόπεδο, όταν ξεκίνησε ο Πώρος για τη Μάχη. Από τους άλλους συγγραφείς, ο μεν Διόδωρος αναφέρει δύναμη 50.000 πεζών, 3.000 ιτπτέων, 1.000 αρμάτων και 130 ελεφάντων, ο δε Πλούταρχος 20.000 πεζών και 2.000 ιππέων (Αλέξανδρος, 62) και ο Κούρτιος 30.000 πεζών, 300 αρμάτων και 85 ελεφάντων. Η αριθμητική δύναμη, εξάλλου, των μάχιμων τμημάτων του στρατού του Αλεξάνδρου, που είχαν φθάσει στον Υδάσπη, ήταν σύμφωνα με υπολογισμό νεότερου ιστορικού· κατά προσέγγιση 23.000 πεζοί και 8.500 ιππείς. Ο στρατός του Αλεξάνδρου δηλαδή μειονεκτούσε ως προς τον συνολικό αριθμό αλλά υπερείχε ως προς τους ιππείς.

Ο Αλέξανδρος ήταν βέβαιος ότι θα νικούσε τον στρατό του Πώρου, αν θα συγκρουόταν μαζί του σε κανονική μάχη, οπότε θα μπορούσε ιδίως να αξιοποιήσει την υπεροχή του στο ιππικό. Έτσι, το κύριο πρόβλημα του ήταν πώς θα κατόρθωνε, υπερπηδώντας το εμπόδιο του ποταμού, να περάσει τον στρατό του στην απέναντι όχθη και κατά τρόπον που θα του παρείχε τη δυνατότητα να τον παρατάξει αμέσως, για να δώσει κανονική μάχη. Γνώριζε όμως ότι η διάβαση τόσο μεγάλου ποταμού, με ισχυρότατες εχθρικές δυνάμεις παραταγμένες στην απέναντι όχθη, ήταν επιχείρηση εξαιρετικά δύσκολη, και μάλιστα σε εποχή που είχαν αρχίσει οι θερινές βροχές, ενώ έλιωναν συγχρόνως τα χιόνια στα βουνά (στον Καύκασο όπως αναφέρει ο Αρριανός) και έτσι ο ποταμός είχε πολύ νερό και ρεύμα ορμητικό. Γι’ αυτό και δεν έδειξε σπουδή, αλλά προετοίμασε με προσοχή και υπομονή την όλη ενέργεια της διάβασης εφαρμόζοντας σειρά από στρατηγήματα.

Προκειμένου να κρατάει σε αμφιβολία ως προς τις προθέσεις του τον αντίπαλο και να τον εκνευρίζει ο Αλέξανδρος μετακινούσε συνεχώς τμήματα του στρατού του προς πολλές κατευθύνσεις, ενώ συγχρόνως ερευνούσε σε ποιο σημείο θα ήταν ο ποταμός ευκολότερα διαβατός. Άλλοτε πάλι διέτασσε να παραπλέουν τα πλοία στις όχθες, να γεμίζονται με ξηρό χόρτο οι διφθέρες (οι πέτσινοι σάκοι δηλαδή που χρησίμευαν για να διαπλέονται οι ποταμοί), και συγχρόνως να συγκεντρώνονται στην όχθη αλλού πεζοί αλλού ιππείς, ώστε να φαίνεται ότι προετοιμάζει τη διάβαση και έτσι δεν άφηνε ήσυχο τον Πώρο. Παράλληλα συγκέντρωνε τρόφιμα στο στρατόπεδο του, ώστε να δίνει την εντύπωση στον Ινδό βασιλιά ότι είχε αποφασίσει να παραμείνει σης θέσεις του στην όχθη ως τον χειμώνα, οπότε το νερό περιορίζεται και ο Υδάσπης γίνεται διαβατός.

Αλλά ο Πώρος, άξιος πολεμικός ηγέτης, δεν χαλάρωνε την επαγρύπνηση του στην όχθη. Εφόσον όμως παρέμενε στην αντίπερα όχθη με τις δυνάμεις του σε ετοιμότητα, ήταν αδύνατο να επιτύχει προσπάθεια διάβασης στο σημείο εκείνο. Θα χρησιμοποιούσε βέβαια για τη διάβαση ο Αλέξανδρος τα πλωτά μέσα που διέθετε. Αλλά δεν μπορούσε να υποστηρίξει την απόβαση του στρατού στην αντικρινή εχθρική όχθη με ρίψεις βελών από καταπέλτες, που θα τοποθετούσε στη δική του όχθη, επειδή το πλάτος του Υδάσπη (800 μέτρα στο σημείο εκείνο) υπερέβαινε κατά πολύ το βεληνεκές των καταπελτών. Άλλωστε, ακόμη και αν κατόρθωνε, χωρίς προστασία από τα βέλη των καταπελτών, να εγκαταστήσει προσωρινά στην απέναντι όχθη ορισμένα ασθενή προγεφυρώματα, το πιθανότερο ήταν να τα εξουδετέρωνε κατά τη γένεση τους ο εχθρός, καθώς διέθετε ισχυρότατη δύναμη κρούσεως με τα άρματα και ιδίως με τους ελέφαντες. Η κυριότερη όμως δυσκολία για τον Αλέξανδρο ήταν ότι δεν θα μπορούσε να αποβιβάσει το ιππικό, εξαιτίας του φόβου που προκαλούσαν στους ίππους η όψη και οι κραυγές των ελεφάντων. Ήταν ενδεχόμενο οι ίπποι όχι μόνο να μην αποβιβασθούν στην εχθρική ακτή, αλλά και όταν ακόμη πλησίαζαν σε αυτήν, αντικρίζοντας τους ελέφαντες, θα αφήνιαζαν και θα πηδούσαν από τις διφθέρες, που θα τους μετέφεραν, μέσα στον ποταμό.

Η διάβαση του Υδάσπη

Έτσι, ο Αλέξανδρος αποφάσισε, όπως γράφει ο Αρριανός, να ενεργήσει κρυφά σε άλλο σημείο, αφρούρητο, την διάβαση. Για τον σκοπό αυτόν άρχισε να μετακινεί στη διάρκεια της νύχτας σε διαφορετικά κάθε φορά σημεία της όχθης τους περισσότερους ιππείς του βάζοντας τους να φωνάζουν, να αλαλάζουν στον Ενυάλιο Άρη και να προκαλούν τεχνητή φασαρία σαν να ήταν έτοιμοι να περάσουν. Ο Πώρος μετακινούσε αμέσως και αυτός αντίστοιχα τους ελέφαντες στη δική του όχθη προς το σημείο που ακούγονταν οι ήχοι. Όταν όμως, ύστερα από αρκετές νύχτες, διαπίστωσε ότι συνεχίζονταν οι ήχοι, αλλά δεν επακολουθούσε προσπάθεια διάβασης, έπαυσε να μετακινεί τους ελέφαντες και εγκατέστησε μόνο σκοπούς σε πολλά σημεία της όχθης. Ο Αλέξανδρος τότε, αφού πέτυχε έτσι να καθησυχάσει τον Πώρο, έκρινε ότι είχε φθάσει η ώρα να επιχειρήσει τη διάβαση.

Ως κατάλληλο σημείο γι’ αυτήν είχε προσδιορίσει μια θέση στην όχθη, σε απόσταση 150 περίπου σταδίων (30 χιλιομέτρων) από το στρατόπεδο, όπως αναφέρει ο Αρριανός. Εκεί ένα δασώδες ακρωτήριο που προεξείχε προς τον ποταμό και απέναντί του ένα νησί επίσης δασώδες και έρημο παρείχαν τη δυνατότητα ώστε να αποκρυβεί η διάβαση. Το σημείο αυτό της διάβασης τοποθετείται, κατά την πιθανότερη εκδοχή, στο σημερινό Τζαλαλπούρ, 28 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Χαρανπούρ, όπου ήταν το στρατόπεδο.

Εν τω μεταξύ ο Αλέξανδρος εγκατέστησε φυλάκια κατά μήκος της όχθης σε συμμετρική απόσταση το ένα από το άλλο, ώστε οι σκοποί να βλέπονται μεταξύ τους και να ακούν εύκολα τις διαταγές που διαβιβάζονταν Αφού συμπλήρωσε τις προετοιμασίες του, διαίρεσε τον στρατό σε τρία μεγάλα τμήματα μοιράζοντας τις αποστολές, σύμφωνα με το σχέδιο της διάβασης, το οποίο είχε ως βασικό χαρακτηριστικό την προσπάθεια για την απόκρυψη της και την παραπλάνηση του εχθρού. Στο κύριο στρατόπεδο, όπου οι προπαρασκευές για τη διάβαση γίνονταν φανερά έμεινε ο Κρατερός με την ιππαρχία του, τους ιππείς από την Αραχωσία και τους Παραπαμισάδες, τις τάξεις της φάλαγγας του Αλκέτα και του Πολυπέρχοντος και τις 5.000 τους συμμάχους Ινδούς, με συνολική δύναμη που υπολογίζεται σε περίπου 3.000 ιππείς και 8.000 πεζούς. Ο Κρατερός είχε διαταγή να μην επιχειρήσει διάβαση του ποταμού, εφόσον και μέρος από τους ελέφαντες θα παρέμενε στην απέναντι όχθη, και μόνο όταν ο Πώρος θα εγκατέλειπε τη θέση του με όλους τους ελέφαντες για να κινηθεί εναντίον του Αλεξάνδρου, να περάσει τον ποταμό, έστω και αν μέρος των δυνάμεων του εχθρού παρέμενε στις θέσεις του. Όπως είπε ο Αλέξανδρος στον Κρατερό: «Αν ο Πώρος οδηγήσει εναντίον μου μόνον ένα κομμάτι της στρατιάς του και αφήσει την υπόλοιπη στο στρατόπεδο, εσύ θα μείνεις εκεί που είσαι. Αν όμως πάρει όλους τους ελέφαντες και αφήσει ένα τμήμα της στρατιάς στο στρατόπεδο, να περάσεις γρήγορα. Μόνον οι ελέφαντες μπορεί να εμποδίσουν τα άλογα να βγουν από το ποτάμι, η υπόλοιπη στρατιά δεν μας πειράζει» (Αρριανός).

Στο μέσον της απόστασης, ανάμεσα στο στρατόπεδο όπου παρέμενε ο Κρατερός και στο σημείο που θα επιχειρούσε τη διάβαση ο Αλέξανδρος, είχαν τοποθετηθεί ο Μελέαγρος, ο Άτταλος και ο Γοργίας με τις τάξεις τους και με τους μισθοφόρους ιππείς και πεζούς, με συνολική δύναμη 5.000 πεζών και 500 ιππέων περίπου. Είχαν διαταγή να περάσουν τον ποταμό, όταν θα έβλεπαν ότι οι Ινδοί είχαν εμπλακεί σε μάχη.

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με το άγημα των εταίρων, τις ιππαρχίες του Ηφαιστίωνος, του Περδίκκα, του Δημητρίου και του Κοίνου, τους Βάκτριους, τους Σογδιανούς και τους Σκύθες ιππείς, τους Δάες ιπποτοξότες, τους υπασπιστές, τις τάξεις της φάλαγγας του Κλείτου και του Αντιγένους, τους Αγριάνες, τους τοξότες και τους ακοντιστές, με συνολική δύναμη δηλαδή που υπολογίζεται σε 5.000 ιππείς και 10.000 πεζούς περίπου, ξεκίνησε, όταν νύχτωσε, και, ακολουθώντας μια διαδρομή μακριά από την όχθη, ώστε να μη γίνει αντιληπτή η κίνηση του από τον εχθρό, κατευθύνθηκε προς το καθορισμένο σημείο της διάβασης. Εκεί, μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, όπως γράφει ο Πλούταρχος, συμπληρώθηκαν οι προετοιμασίες: οι διφθέρες, που είχαν μεταφερθεί από καιρό, γεμίσθηκαν με «κάρφη», δηλαδή ξερό χόρτο, και ράφτηκαν προσεκτικά, ώστε να είναι έτοιμες να ριχθούν στον ποταμό. Τα πλοία, που είχαν και αυτά μεταφερθεί, τα περισσότερα σε κομμάτια, και «συμπεπηγμένα» πάλι είχαν κρυφθεί, προωθήθηκαν στην όχθη. Εν τω μεταξύ, καταρρακτώδης βροχή με βροντές κάλυψε εντελώς τους ήχους από τις κλαγγές των όπλων και από τα παραγγέλματα και συνέβαλε σημαντικά στην απόκρυψη της προετοιμασίας της διάβασης. Την αυγή κόπασαν η βροχή και ο άνεμος. Τότε επιβιβάσθηκαν το ιππικό στις σχεδίες από διφθέρες και οι πεζοί στα πλοιάρια. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με τους Πτολεμαίο Λάγου, Περδίκκα και Λυσίμαχο, με τον Σέλευκο από τους εταίρους και με ορισμένους υπασπιστές επιβιβάσθηκε σε τριακόντορο, ενώ οι υπόλοιποι υπασπιστές επιβιβάσθηκαν σε άλλες τριακοντόρους.

Στην πρώτη φάση της μάχης ο Αλέξανδρος πέτυχε την εξουδετέρωση του εχθρικού ιππικού, πρώτα με επιτυχή επιθετικό ελιγμό προς τα δεξιά τμημάτων του ιππικού του, που παρέσυρε τον εχθρό μακριά από τους ελέφαντες, και αμέσως ύστερα με κυκλωτική κίνηση δύο ιππαρχιών υπό τον Κοίνο. Επακολούθησε, κατά τη δεύτερη φάση της μάχης, επίθεση του πεζικού του Αλεξάνδρου εναντίον των ελεφάντων, αλλά και του ιππικού του σε άλλα σημεία, με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των ελεφάντων, την εξόντωση του εχθρικού ιππικού και την τροπή σε φυγή ολόκληρης της εχθρικής παράταξης. Προς το τέλος της μάχης έλαβαν μέρος και οι εφεδρικές δυνάμεις του Μελεάγρου και του Κρατερού.

Έτσι, κατά τις πρωινές ώρες μιας ημέρας του Ιουλίου του 326 π.Χ. ξεκίνησε ο Αλέξανδρος τη διάβαση του Υδάσπη με πολυάριθμα πλοιάρια και διφθέρες, που προχώρησαν, ακολουθώντας τον δεξιό βραχίονα του ποταμού και το ρεύμα του, προς την κατεύθυνση του νησιού που χρησίμευε και ως κάλυψη, ώστε να μην αντιληφθούν οι σκοποί του Πώρου την κίνηση, προτού τα πρώτα πλοία προσπεράσουν το νησί, οπότε και θα απέμενε λίγο διάστημα ως την απέναντι όχθη.

Πραγματικά, όταν τα πρώτα πλοία προσπέρασαν την άκρη της νήσου, οι σκοποί του εχθρού τα είδαν και έσπευσαν έφιπποι να ειδοποιήσουν τον Πώρο. Εν τω μεταξύ τα πλοία και οι διφθέρες που, προσπερνώντας τη νήσο, είχαν συναντήσει τον αριστερό βραχίονα του ποταμού, στράφηκαν προς την απέναντι ξηρά και μόλις έφθασαν σε αυτήν κατέβηκε πρώτος ο Αλέξανδρος και άρχισε αμέσως να συντάσσει τους ιππείς οι οποίοι όπως είχε διατάξει, αποβιβάζονταν πριν από τους πεζούς. Με τους ιππείς συνταγμένους κανονικά, προχώρησε προς τα εμπρός, αλλά γρήγορα διαπίστωσε ότι η στεριά, όπου είχαν αποβιβασθεί, ήταν νησί, μεγάλο μάλιστα και ότι τα νερά του ποταμού ανάμεσα σε αυτό και στην απέναντι όχθη είχαν αυξηθεί έπειτα από τη νυχτερινή βροχή. Το απρόοπτο αυτό, που σήμαινε καθυστέρηση της απόβασης στην κανονική όχθη του ποταμού, υπήρχε κίνδυνος να ανατρέψει το σχέδιο του Αλεξάνδρου για τη μάχη, καθώς βασικό στοιχείο του αποτελούσε ο χρόνος, στηριζόταν δηλαδή στην έγκαιρη πραγματοποίηση της απόβασης και της παράταξης του στρατού, προτού ο εχθρός μετακινηθεί από το στρατόπεδο του και φθάσει στο σημείο της απόβασης. Ο Αλέξανδρος δεν έχασε την ψυχραιμία του, αλλά φρόντισε αμέσως για τη γρήγορη εξεύρεση «πόρου» και, μόλις βρέθηκε, έδωσε διαταγή να περάσουν εσπευσμένα από τον πόρο αυτόν άνδρες και ίπποι, μολονότι το νερό έφθανε ως το στήθος («υπέρ τους μαστούς») των ανδρών και μόλις προεξείχαν τα κεφάλια των ίππων. Τα τμήματα άρχισαν να περνούν όσο ταχύτερα μπορούσαν, και ο Αλέξανδρος τα παρέτασσε αμέσως στην όχθη, για να προστατεύσουν τη διάβαση των υπολοίπων από τυχόν εχθρική επίθεση.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από τα πρώτα τμήματα, που πέρασαν, παρέταξε ο Αλέξανδρος στο δεξιό κέρας τους ιππείς και στο αριστερό τους υπασπιστές, στα δύο άκρα της παράταξης τους τοξότες, τους Αγριάνες και τους ακοντιστές, και εμπρός από όλες τις μονάδες του ιππικού τους έφιππους τοξότες. Σχημάτισε έτσι ένα ισχυρό προγεφύρωμα στην εχθρική όχθη. ενώ συνέχιζαν να περνούν και τα υπόλοιπα τμήματα των πεζών. Η διάβαση του ποταμού, παρά τις δυσκολίες και τα απρόοπτα είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το σχέδιο: ισχυρές δυνάμεις του Αλεξάνδρου είχαν υπερπηδήσει το εμπόδιο του ποταμού και βρίσκονταν σε απόσταση 15 περίπου χλμ. από το στρατόπεδο του εχθρού.

Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε αμέσως με τους 5.000 ιππείς του προς την κατεύθυνση του στρατοπέδου του Πώρου, αφού διέταξε τον τοξάρχη Ταύρωνα να οδηγήσει τους τοξότες έπειτα από τους ιππείς με όση ταχύτητα μπορούσε, ενώ η κύρια δύναμη των πεζών θα ακολουθούσε με κανονική πορεία. Όπως αναφέρει ο Αρριανός, ο Αλέξανδρος υπόλογιζε ότι αν συγκρουόταν με όλη τη δύναμη του Πώρου, είτε θα νικούσε με επίθεση του ιππικού είτε θα τη συγκρατούσε, ώσπου να φθάσουν και οι πεζοί. Αν πάλι οι Ινδοί, αιφνιδιασμένοι από την τόλμη της διάβασης, που είχε γίνει σε σημείο απίθανο, έφευγαν, θα τους καταδίωκε από κοντά κατά τη φυγή και, καθώς συνήθως προκαλούνται μεγάλες απώλειες στους φυγάδες, θα του απέμενε ύστερα από αυτή μικρό έργο. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αλέξανδρος προχώρησε με το ιππικό σε απόσταση 20 σταδίων, δηλαδή 4 χλμ. σχεδόν, μπροστά από τους πεζούς, υπολογίζοντας ότι, αν οι εχθροί τον κτυπούσαν με το ιππικό τους μόνον, θα τους νικούσε εύκολα, ενώ αν κινούσαν εναντίον του και το πεζικό τους, θα μεσολαβούσε αναγκαστικά ορισμένος χρόνος και εν τω μεταξύ θα έφθαναν και οι δικοί του πεζοί. Η κίνηση δηλαδή του Αλέξανδρου προς τα εμπρός με μόνο το ιππικό ήταν βέβαια τολμηρή, αρκετά όμως υπολογισμένη ώστε να είναι ασφαλής.

Η πρώτη σύγκρουση

Ο Πώρος, σε αυτό το διάστημα, όταν πληροφορήθηκε από τους σκοπούς τη διάβαση του ποταμού από τους Μακεδόνες, αιφνιδιασμένος, δυσκολεύθηκε να βρει τρόπο αντίδρασης, καθώς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν τα τμήματα που περνούσαν τον ποταμό αποτελούσαν την κύρια δύναμη του εχθρού ή ήταν απόσπασμα που επιχειρούσε αντιπερισπασμό με σκοπό να τον παραπλανήσει, ενώ η κύρια δύναμη ήταν τα τμήματα που παρέμεναν στο στρατόπεδο τους απέναντι του, έτοιμα να περάσουν μόλις θα εγκατέλειπε τη θέση του. Τελικά αποφάσισε και έστειλε, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο Λάγου, ισχυρό και γρήγορο απόσπασμα από 2.000 ιππείς και 120 άρματα με αρχηγό έναν από τους γιους του, για να εξακριβώσει τη δύναμη των εχθρικών τμημάτων, να τα συγκρατήσει στις θέσεις τους και, αν δεν ήταν πολύ ισχυρά, να τα ωθήσει πίσω στον ποταμό. Κατά τον Πλούταρχο ο αριθμός των ιππέων ανερχόταν σε 1.000 και των αρμάτων σε 60 (Πλουτάρχου: Βίος Αλεξάνδρου, 60).

Το απόσπασμα αυτό του στρατού του Πώρου συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο και τους ιππείς του σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά του σημείου της διάβασης, πιθανότατα 4 χιλιόμετρα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Ο Αλέξανδρος στην αρχή διέταξε να επιτεθούν μόνο οι ιπποτοξότες και ο ίδιος με το υπόλοιπο ιππικό κρατήθηκε έξω από τη σύγκρουση για να έχει διαθέσιμη και ξεκούραστη ισχυρή δύναμη, την οποία σκόπευε να χρησιμοποιήσει εναντίον της κύριας στρατιάς του Πώρου, που πίστευε ότι θα ακολουθούσε, νομίζοντας ότι το απόσπασμα που είχε φθάσει αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της. Σύντομα όμως διαπίστωσε ότι δεν ακολουθούσαν άλλα τμήματα του εχθρού και τότε επιτέθηκε και ο ίδιος με την κύρια δύναμη του ιππικού του.

Οι Ινδοί, που είχαν αιφνιδιασθεί με την πρώτη επίθεση, καθώς οι ιπποτοξότες τους κτύπησαν από μακριά ρίχνοντας βέλη εναντίον τους, κάμφθηκαν ύστερα από σύντομη αντίσταση, όταν είδαν τον ίδιο τον Αλέξανδρο να διευθύνει τη νέα ισχυρή επίθεση, και τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας 400 ιππείς νεκρούς στο πεδίο της σύγκρουσης, μεταξύ των οποίων ήταν και ο γιος του Πώρου. Τα άρματα, εξάλλου, των Ινδών μαζί με τους ίππους τους περιήλθαν στα χέρια των Μακεδόνων, καθώς ακινητοποιήθηκαν κατά τη φυγή μέσα στη λάσπη η οποία είχε προκληθεί από τη βροχή της νύχτας. Για τον ίδιο μάλιστα λόγο, δηλαδή εξαιτίας του βάρους και της λάσπης, τα άρματα αυτά αποδείχθηκαν άχρηστα κατά τη σύγκρουση («βαρέα γενόμενα και εν αυτώ τω έργω υπό πηλού αχρεία»).

Η μάχη του Υδάσπη ποταμού. Μεγάλη νίκη του Αλεξάνδρου

Ο Πώρος, όταν έμαθε από τους ιππείς που διέφυγαν την έκβαση της συμπλοκής και ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε περάσει τον ποταμό με ισχυρή δύναμη, δίσταζε και πάλι να φύγει από τη θέση του, καθώς έβλεπε στην απέναντι όχθη του ποταμού τα τμήματα του Κρατερού να είναι έτοιμα για διάβαση. Τελικά αποφάσισε να μετακινηθεί με όλο τον στρατό του, για να πολεμήσει τον ίδιο τον Αλέξανδρο και με το ισχυρότερο τμήμα των Μακεδόνων. Αφού άφησε στο στρατόπεδο μικρό τμήμα της στρατιάς και λίγους ελέφαντες, για να φοβίζουν από την όχθη τους ίππους του εχθρού, ξεκίνησε ο ίδιος με όλους τους ιππείς του, 4.000 περίπου, με 300 περίπου άρματα, 200 ελέφαντες και 30.000 πεζούς, όπως αναφέρει ο Αρριανός, και προχώρησε προς τα ανατολικά για να συναντήσει τον Αλέξανδρο.

Ύστερα από σύντομη πορεία, όταν βρήκε περιοχή χωρίς λάσπη και με έδαφος σχετικά στερεό, σταμάτησε και παρέταξε τον στρατό του. Η περιοχή αυτή βρισκόταν σε αρκετή απόσταση από τον ποταμό. Διακινδύνευσε να μην καλύπτεται από την όχθη του το αριστερό άκρο της παράταξης του, για να αποφύγει όσο ήταν δυνατόν τη λάσπη, ώστε να μπορέσει να αξιοποιήσει όλα τα στοιχεία» του πολεμικού δυναμικού του, ιδίως τα άρματα και τα μεγάλα τόξα των επίλεκτων πεζών του, που για να χρησιμοποιηθούν έπρεπε το ένα άκρο τους να στηρίζεται σε στερεό έδαφος. Κύριο στήριγμα της παράταξης του Πώρου ήταν οι ελέφαντες.

Τους ελέφαντες που ήταν «καταπληκτικώς κεκοσμημένοι». όπως αναφέρει ο Διόδωρος, παρέταξε στην πρώτη γραμμή με διαστήματα ενός πλευρού (31 μέτρων περίπου) τον έναν από τον άλλον κατά τον Αρριανό, 50 ποδών (15 μέτρων) κατά τον Πολύαινο. Σε δεύτερη γραμμή και σε μικρή απόσταση πίσω από τους ελέφαντες παρέταξε, στα κενά μεταξύ τους, τους πεζούς, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τα τόξα τους, αλλά και να προχωρούν μέσα στα κενά για να προστατεύουν τα θηρία και να εμποδίζουν τους εχθρούς να τα ακοντίζουν από τα πλάγια – ορισμένα τμήματα των πεζών προεξείχαν από τη γραμμή των ελεφάντων και προς τα δύο άκρα. Πέρα από τους πεζούς και στα δύο πλευρά είχαν παραταχθεί οι ιππείς και εμπρός από τους ιππείς τα άρματα.

Η διάβαση του Υδάσπη ήταν εξαιρετικά δύσκολη επιχείρηση διότι ο Πώρος κατείχε την απέναντι όχθη του ποταμού με ισχυρό στρατό και 200 ελέφαντες. Ο Αλέξανδρος, αφού άφησε τον Κρατερό με ισχυρή δύναμη στο στρατόπεδο ώστε να νομίζει ο Πώρος ότι από εκεί θα επιχειρείτο η διάβαση, μετακίνησε κρυφά μια ασέληνη νύκτα ισχυρές δυνάμεις σε απόσταση 28 χιλιομέτρων προς τα ΒΑ. Με τις ισχυρές αυτές δυνάμεις, περνώντας τον ποταμό αποβιβάσθηκε σε άλλη νήσο που θεωρήθηκε ότι ήταν η όχθη του ποταμού και από εκεί διαπεραιώθηκε στην πραγματική όχθη, προτού προλάβει ο Πώρος να μετακινήσει δυνάμεις του και να τον αντιμετωπίσει κατά τη διάβαση και την απόβαση.
Κατά τον Αρριανό, ο Πώρος πίστευε ότι δεν θα τολμούσαν να προχωρήσουν στα κενά ανάμεσα στους ελέφαντες ούτε οι ιππείς του εχθρού «διά τον φόβον των ίππων», ούτε πολύ περισσότερο οι πεζοί, επειδή θα στρέφονταν προς αυτούς τα θηρία και θα τους καταπατούσαν.

Παρατάσσοντας έτσι ο Πώρος τον στρατό του, όρθωσε στην πεδιάδα ένα πελώριο τείχος με πύργους τους ελέφαντες, υπολογίζοντας ότι θα σπάσει πάνω του η ορμή των επιθέσεων του Αλεξάνδρου και θα καταπατηθεί ο στρατός του από τα θηρία. Το σχέδιο μάχης του Πώρου είχε βασικά αμυντικό χαρακτήρα: ο Ινδός βασιλιάς, υπολογίζοντας στους ελέφαντες, είχε υιοθετήσει αμυντική τακτική, όπως αποδείχθηκε από την πορεία της μάχης, με ενδεχόμενες τοπικές αντεπιθέσεις από το ιππικό του, αν θα προέκυπτε ανάγκη. Γι’ αυτό και όταν φάνηκε να πλησιάζει ο Αλέξανδρος με ιππικό μόνον, οι Ινδοί δεν κινήθηκαν εναντίον του. Περίμεναν να επιτεθεί πρώτος, ενώ θα ήταν αδιατάρακτη η αμυντική τους γραμμή – αλλά έτσι άφηναν σε αυτόν την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Όταν ο Αλέξανδρος, προχωρώντας με τους ιππείς, είδε από μακριά τον στρατό του Πώρου να παρατάσσεται, σταμάτησε την προέλαση του αναμένοντας τα τμήματα των πεζών που κατέφθαναν το ένα μετά το άλλο. Αλλά και όταν μετά τους τοξότες, τα αλλα τμήματα του ελαφρού πεζικού και τους υπασπιστές, έφθασαν και οι τάξεις της φάλαγγας του Αντιγένους και του Κλείτου, πάλι δεν παρέταξε αμέσως τον στρατό του, αλλά μόνο αφού εξασφάλισε, με κινήσεις του ιππικού, λίγο χρόνο για να αναπαυθεί, ώστε να μην αρχίσει τη μάχη με τους στρατιώτες του κατάκοπους, ενώ οι εχθροί θα ήταν ξεκούραστοι.

Ο τρόπος παράταξης του υπαγορεύθηκε από την παράταξη του εχθρού και το σχέδιο μάχης που συνέλαβε τότε ο Αλέξανδρος. Τοιουτοτρόπως, παρέταξε προς τα δεξιά τους ιππείς, που θα είχαν το βάρος του κύριου επιθετικού ελιγμού κατά του αριστερού της εχθρικής παράταξης, και προς τα αριστερά τους πεζούς. Το σχέδιο μάχης του Αλεξάνδρου διέφερε σημαντικά από τα αντίστοιχα σχέδια που είχε εφαρμόσει στις προηγούμενες μεγάλες μάχες, λόγω κυρίως της διαφορετικής σύνθεσης του εχθρικού στρατού.

Το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν η παρουσία των ελεφάντων και μάλιστα σε τόσο μεγάλο αριθμό, ώστε να μην είναι δυνατόν να τους αγνοήσει ή να τους παρακάμψει. Αντιθέτως με τον αριθμό τους και τον όγκο τους, καθώς στήριζαν την παράταξη των 30.000 πεζών και παράλληλα πλαισιώνονταν από αυτούς, εξασφάλιζαν στον εχθρικό στρατό ισχυρή θέση στο πεδίο της μάχης. Εφόσον όμως ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να επιτεθεί με το ιππικό εναντίον των ελεφάντων εξ αιτίας του φόβου που αυτοί προκαλούσαν στους ίππους, ήταν υποχρεωμένος να τους αντιμετωπίσει με τους πεζούς αλλά ο. πεζοί, για να έχουν πιθανότητα επιτυχίας θα έπρεπε να πολεμήσουνμε ευνοϊκές συνθήκες, και μάλιστα χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να προσβληθούν συγχρόνως και από το εχθρικό ιππικό. Έπρεπε κατά συνέπεια να εξουδετερωθεί προηγουμένως το ιππικό.

Έτσι ο Αλέξανδρος κατένειμε τις αποστολές στα διάφορα σώματα του στρατού του και τις κλιμάκωσε χρονικά. Πρώτα θα επιχειρούσε ο ίδιος με τους ιππείς να εξουδετέρωσει το εχθρικό ιππικό και να διαταράξει συγχρόνως τη φάλαγγα των πεζών του εχθρού – μόνον όταν θα είχε επιτευχθεί αυτό, ο Σέλευκος, ο Αντιγένης και ο Ταύρων, με τους υπασπιστές, τις δύο τάξεις των πεζεταίρων, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τους ακοντιστές, θα ενεργούσαν επίθεση εναντίον των ελεφάντων και των πεζών του εχθρού.

Με το σχέδιο αυτό, στις γενικές του γραμμές, άρχισε ο Αλέξανδρος τη μεγάλη μάχη του Υδάσπη, την ίδια ημέρα της διάβασης του, πριν από το μεσημέρι πιθανότατα, σε πεδιάδα, που βρισκόταν 5-6 χιλιόμετρα ανατολικά από το στρατόπεδο του Πώρου. Ξεκίνησε οδηγώντας το ιππικό, με κατεύθυνση προς το αριστερό άκρο της εχθρικής παράταξης, ενώ οι πεζοί θα προχωρούσαν δεξιότερα ως το κέντρο της, ακολουθώντας το ιππικό από αρκετή απόσταση και μένοντας αρχικά πίσω από τη γραμμή που θα έφθανε αυτό. Εφήρμοσε πάλι δηλαδή, κατά έναν διαφορετικό τρόπο, την τακτική της λοξής φάλαγγας. Οι ιππείς όμως του εχθρού, που αποτελούσαν τον πρώτο στόχο του Αλεξάνδρου, βρίσκονταν στις δύο πλευρές της εχθρικής παράταξης, πλάι στους ελέφαντες, χωρίς να τους φοβούνται, επειδή ήταν συνηθισμένοι στην παρουσία τους. Για να μπορέσει συνεπώς ο Αλέξανδρος να πολεμήσει τους ιππείς του εχθρού, έπρεπε να τους παρασύρει μακριά από τις θέσεις τους.

Έστειλε τον Κοίνο, όπως αναφέρει ο Αρριανός, με την ιππαρχία του και την ιτπταρχία του Δημητρίου προς τη δεξιά πλευρά της εχθρικής παράταξης, με την εντολή μόλις οι ιππείς του Πώρου επιτεθούν εναντίον των άλλων ιππαρχιών του Αλεξάνδρου, που θα προχωρούσαν στην αριστερή πλευρά, να σπεύσει να τους κτυπήσει από τα νώτα. Όπως παρατηρήθηκε, ο Κοίνος θα πρέπει να μετακινήθηκε προς τα δεξιά, χωρίς να προχωρή σει και προς τα εμπρός, να έμεινε δηλαδή σε απόσταση από την εχθρική παράταξη και πιθανότατα σε θέση όπου δεν θα τον έβλε. πε ο εχθρός. Με αυτόν τον τρόπο μόνον θα εξυπηρετούσε το σχέδιο του Αλεξάνδρου να παρασύρει τους ιππείς του Πώρου σε ιππομαχία μακριά από τους ελέφαντες, στο άκρο αριστερό της παράταξης τους.

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος επιτέθηκε κυκλωτικά στο αριστερό του εχθρού και όταν έφθασε σε απόσταση βολής των τόξων, προώθησε πρώτους τους 1.000 ιπποτοξότες, για να διαταράξουν με πυκνά τοξεύματα και με την επέλαση τους το αριστερό της εχθρικής παράταξης. Αμέσως έπειτα με το άγημα και τις ιππαρχίες των εταίρων του Ηφαιστίωνος και του Περδίκκα προχώρησε με ορμή προς το αριστερό άκρο, ώστε να προσβάλει τους ιππείς του εχθρού, ενώ ακόμη ήταν σε σύγχυση και προτού προφθάσουν να παραταχθούν σε κανονικό μέτωπο, όπως αναφέρει ο Αρριανός, ή και στράφηκε περισσότερο προς τα δεξιά, κατά τον Πολύαινο, σκοπεύοντας να υπερκεράσει τους εχθρούς.

Οπωσδήποτε, η κίνηση αυτή του Αλεξάνδρου με το ιππικό των εταίρων προς το άκρο αριστερό της εχθρικής παράταξης αποτελούσε σοβαρή απειλή για τον εχθρό και οι Ινδοί αντέδρασαν επιθετικά. Καθώς δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία των δύο ιππαρχιών του Κοίνου και έβλεπαν ότι οι ιππείς του Αλεξάνδρου, που είχαν προχωρήσει προς τα αριστερά της παράταξης τους, μόλις υπερέβαιναν τις 3.000, αντεπιτέθηκαν, αφού συγκέντρωσαν από παντού το ιππικό τους, μετακίνησαν δηλαδή και τους ιππείς τους, που βρίσκονταν στο άλλο άκρο, και εξασφάλισαν με τον τρόπο αυτόν αριθμητική υπεροχή. Έτσι, το σχέδιο του Αλεξάνδρου, να παρασύρει το εχθρικό ιππικό μακριά από του ελέφαντες, επέτυχε. Εν τω μεταξύ ο Κοινός έσπευσε, όπως είχε διαταχθεί, με τις δύο ιππαρχίες προς τα αριστερά και βρέθηκε στα νώτα των ιππέων του εχθρού. Ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των αντιπάλων ιππέων άλλαξε εις βάρος των Ινδών οι οποίοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Αναγκάσθηκαν να στρέψουν το ιππικό τους σε δύο μέτωπα το μεγαλύτερο και εκλεκτότερο τμήμα εναντίον του Αλεξάνδρου και το υπόλοιπο εναντίον του Κοίνου και των ιππέων του.

Αυτό όμως δημιούργησε σύγχυση στις τάξεις των Ινδών, και ο Αλέξανδρος, κρίνοντας κατάλληλη την ευκαιρία, εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον του τμήματος των ιππέων που ήταν απέναντι του. Οι ιππείς αυτοί δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την επίθεση, υποχώρησαν και κατέφυγαν στους ελέφαντες σαν να κατέφευγαν σε φιλικό τείχος, όπως αναφέρει ο Αρριανός. Αλλά έτσι προκάλεσαν σύγχυση στο σημείο αυτό της παράταξης τους, που διαταράχθηκε ακόμη περισσότερο, όταν ο Πώρος διέταξε να προχωρήσουν οι ελέφαντες εναντίον των ιππέων του Αλεξάνδρου. Καθώς τα θηρία ήταν δυσκίνητα και δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν την ταχύτητα και την ευελιξία του ιππικού, η κίνηση τους διέσπασε την τάξη του στρατού του Πώρου. Τότε έφθασαν και τα τμήματα πεζικού του Αλεξάνδρου, εκμεταλλεύθηκαν τη διάσπαση της εχθρικής παράταξης και αντεπιτέθηκαν εναντίον των ελεφάντων, ακοντίζοντας τους αναβάτες τους και κτυπώντας τα ίδια τα θηρία από όλα τα σημεία. Άρχισε τότε η αγριότερη φάση της μάχης και ο αγώνας τώρα δεν έμοιαζε με κανέναν από τους προηγουμένους που είχε δώσει ο Αλέξανδρος, όπως γράφει ο Αρριανός. Οι ελέφαντες στράφηκαν εναντίον των πεζών του Αλεξάνδρου και μερικούς καταπατούσαν, ενώ άλλους άρπαζαν με τις προβοσκίδες και τους έριχναν με δύναμη στο έδαφος (Διόδωρος, Ιστορική Βιβλιοθήκη/ΙΖ’).

Οι Μακεδόνες πολεμούσαν σε πυκνή φάλαγγα και με τις μακρές σάρισες εξόντωναν τους ανάμεσα στα θηρία πεζούς Ινδούς, οι οποίοι αδυνατούσαν να χρησιμοποιούν με την απαιτούμενη ταχύτητα τα μεγάλα και βαριά τόξα τους, καθώς το έδαφος, όπου έπρεπε να τα στηρίζουν, ήταν ολισθηρό. Η μάχη έτσι ήταν για ένα διάστημα αμφίρροπη.
Οι Ινδοί ιππείς τότε, βλέποντας ότι ο αγώνας διεξαγόταν μεταξύ των πεζών, εξόρμησαν πάλι, αλλά και πάλι ηττήθηκαν από τους ιππείς του Αλεξάνδρου και κατέφυγαν για άλλη μια φορά προς τους ελέφαντες. Έτσι το ιππικό των Ινδών εξουδετερώθηκε σχεδόν ως παράγων της μάχης. Ο αγώνας συνεχιζόταν άγριος και το ιππικό του Αλεξάνδρου, ενωμένο σε μια ίλη, με συνεχείς επελάσεις προκαλούσε βαριές απώλειες στις τάξεις των Ινδών. Η μάχη διεξαγόταν ολοένα σε στενότερο χώρο και γινόταν περισσότερο συγκεχυμένη, καθώς με τον συνωστισμό των μαχητών οι ελέφαντες καταπατούσαν αδιάκριτα Ινδούς και Μακεδόνες.

Τοιουτοτρόπως, δεν άργησε να κλίνει η μάχη κατά των Ινδών, διότι με τη σύγχυση που επικρατούσε στην παράταξη τους, οι διαταγές του Πώρου δεν μπορούσαν να εκτελεσθούν και υπήρχαν τόσοι αρχηγοί όσα και τα διασπασμένα τμήματα του στρατού του, που έδιναν αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές, χωρίς γενικό σχέδιο ενέργειας, όπως γράφει ο Κούρτιος.

Ο Πώρος επιχείρησε τότε να ανατρέψει την κατάσταση. Συγκέντρωσε γύρω του ορισμένους πολεμιστές και κυρίως 40 ελέφαντες, εξαπολύοντας ισχυρή αντεπίθεση, ενώ επέβαινε ο ίδιος «επί του κρατίστου των ελεφάντων» (κατά τον Διόδωρο), επιβλητικός με το πελώριο ανάστημα του. Κατά τον ίδιο συγγραφέα, τα ακόντια που έριχνε είχαν μεγάλη δύναμη και εμβέλεια, χωρίς να υπολείπονται των βελών των καταπελτών. Η αντεπίθεση, όπως έγινε συγκεντρωτική με τους40 ελέφαντες, είχε στην αρχή επιτυχία και προκάλεσε σοβαρές απώλειες στους Μακεδόνες. Κατά τον Κούρτιο αυτοί, αν και νικητές ως τότε, άρχισαν να αντιμετωπίζουν στο σημείο εκείνο ενδεχόμενη υποχώρηση. Αλλά επενέβη ο Αλέξανδρος και έστρεψε εναντίον των ελεφάντων τους τοξότες και τους Αγριάνες, που έβαλλαν και ακόντιζαν τόσο τα θηρία όσο και τους αναβάτες τους και μάχονταν με γρήγορες επιθέσεις, χωρίς να διατηρούν σταθερή γραμμή, ώστε να μη δίνουν στόχο. Παράλληλα άρχισε και η φάλαγγα να επιτίθεται με σταθερότητα εναντίον των τραυματισμένων και τρομαγμένων θηρίων.

Με αυτόν τον τρόπο ανακόπηκε η ορμή της αντεπίθεσης, αλλά η μάχη εξακολουθούσε. Βαθμιαία όμως εξελισσόταν και πάλι σε βάρος των Ινδών. Με την εξόντωση των περισσοτέρων αναβατών, οι ελέφαντες, ακαθοδήγητοι και «αλλόφρονες», εξαιτίας των τραυμάτων τους, καταπατούσαν χωρίς διάκριση όποιον βρισκόταν γύρω τους. Περισσότερο μάλιστα υπέφεραν οι Ινδοί, καθώς βρίσκονταν στον ίδιο χώρο με τους ελέφαντες και γι» αυτό πολύ δύσκολα μπορούσαν να τους αποφεύγουν, ενώ οι Μακεδόνες διαθέτοντας ευρυχωρία, απομακρύνονταν όταν τα θηρία προχωρούσαν. Εξάλλου, όσο περνούσε η ώρα, οι επιδρομές των ελεφάντων από την κόπωση τους γίνονταν ασθενέστερες, ενω αντίθετα κατόρθωναν οι Μακεδόνες να εξουδετερώνουν ευκολότερα τα καταπονημένα ζώα κτυπώντας τα ιδίως στα πόδια με πελέκεις και χρησιμοποιώντας εναντίον τους τις «κοπίδες», τα καμπύλα σπαθιά τους δηλαδή, όπως αναφέρει ο Κούρτιος.

Τότε ο Αλέξανδρος κύκλωσε από όλα τα σημεία τους ιππείς του εχθρού και κατόρθωσε έτσι να τους εξουδετερώσει σχεδόν όλους. Παράλληλα διέταξε να επιτεθεί εναντίον των πεζών η φάλαγγα, η οποία πιθανότατα είχε τότε ενισχυθεί από τις τάξεις του Μελεάγρου, του Αττάλου και του Γοργία, που μαζί με τους μισθοφόρους πεζούς και ιππείς, αφού πέρασαν τον ποταμό, μπήκαν στον αγώνα με ξεκούραστους τους πολεμιστές τους. Έτσι και οι πεζοί του εχθρού δέχονταν επιθέσεις από όλα τα σημεία, και όταν μάλιστα επιτέθηκε εναντίον τους και το ιππικό του Αλεξάνδρου, τράπηκαν σε φυγή, οπότε είχαν και τις βαρύτερες απώλειες, καθώς τους καταδίωξαν κυρίως οι ισχυρές δυνάμεις ιππικού και πεζικού του Κρατερού, που είχαν και αυτές διαβεί τον ποταμό και έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση ξεκούραστες από το πεδίο της μάχης. Τα ισχυρά αποσπάσματα του Μελεάγρου και του Κρατερού, αφού εκπλήρωσαν προηγουμένως τις αποστολές που τους είχαν ανατεθεί, δηλαδή ασφαλείας απέναντι σε ενδεχόμενη διάβαση του ποταμού από τον εχθρό το πρώτο και αντιπερισπασμού και παραπλάνησης του αντιπάλου το δεύτερο, συνέβαλαν σημαντικά στην εκμηδένιση του στρατού του Πώρου με την επέμβαση τους στον αγώνα κατά το τέλος της μάχης, καθώς χρησιμοποιήθηκαν τότε ως ξεκούραστες εφεδρείες, σύμφωνα άλλωστε με το σχέδιο του Αλεξάνδρου, όταν τα άλλα τμήματα του στρατού του ήταν κατάκοπα και εξαντλημένα.

Έτσι η μεγάλη μάχη του Υδάσπη, που κράτησε ως το τέλος της ημέρας, έληξε με θριαμβευτική νίκη του Αλεξάνδρου. Ο κύριος παράγων της νίκης, εκτός από την ανδρεία, την εμπειρία, την αντοχή του στρατού του Αλεξάνδρου και την άριστη ηγεσία του, ήταν η εφαρμογή στρατηγικής και τακτικής, που κρίνονται απαράμιλλες και παραμένουν υποδειγματικές. Δίκαια η μάχη του Υδάσπη και μαζί της η διάβαση του ποταμού θεωρούνται ως μία από τις σπουδαιότερες πολεμικές επιχειρήσεις της αρχαίας Ιστορίας.

Ο σύγχρονος Άγγλος ιστορικός Robin Lane Fox γράφει: «Όταν ύστερα από πολλούς αιώνες, ο Μέγας Ναπολέων διάβαζε στην Αίγυπτο τις ιστορίες του Αλεξάνδρου, η μάχη στον Υδάσπη ποταμό ήταν αυτή που κυρίως προκάλεσε τον θαυμασμό του- αν και η μάχη αυτή δεν διεξήχθη σε τόσο μεγάλη κλίμακα όσο αυτή των Γαυγαμήλων, ήταν ωστόσο η πιο ιδιοφυής από κάθε προηγούμενη από άποψη τακτικής».

Απώλειες – η αιχμαλωσία του Πώρου

Οι απώλειες του στρατού του Αλεξάνδρου ήταν σημαντικά ανώτερες από τις απώλειες των προηγούμενων μαχών. Κατά τον Αρριανό, οι νεκροί ήταν 230 συνολικά ιππείς και 80 πεζοί, ενώ κατά τον Διόδωρο, 280 ιππείς και περισσότεροι από 700 πεζοί.
Οι απώλειες στρατού του Πώρου ήταν κατά πολύ βαρύτερες. Κατά τον Αρριανό, 20.000 σχεδόν πεζοί και 3.000 περίπου ιππείς νεκροί – ανάμεσα τους οι δύο γιοι του Πώρου, ο ανιψιός του Σπιτάκης, όλοι οι οδηγοί των ελεφάντων και των αρμάτων και όλοι οι ίππαρχοι και οι στρατηγοί.
Καταστράφηκαν επίσης όλα τα άρματα και αιχμαλωτίσθηκαν όσοι ελέφαντες είχαν μείνει ζωντανοί. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, οι νεκροί ήταν 12.000 συνολικά και οι αιχμάλωτοι περισσότεροι από 9.000 μαζί με 80 ελέφαντες.

Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο ίδιος ο Πώρος. Ο Ινδός βασιλιάς μετά την εξόντωση των ιππέων του και των περισσοτέρων από τους πεζούς, αν και τραυματισμένος στον δεξιό ώμο, κατά τον Αρριανό (με πολλά τραύματα κατά τον Διόδωρο, με εννέα κατά τον Κούρτιο) είχε παραμείνει στο πεδίο της μάχης όσο συνέχιζαν τον αγώνα έστω και λίγοι Ινδοί. Ο Πώρος αντίθετα προς το Δαρείο, τον Μεγάλο Βασιλέα, δεν εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης. Εντυπωσιασμένος ο Αλέξανδρος από τις στρατιωτικές ικανότητες, τη γενναιότητα και την επιμονή του Ινδού βασιλιά, του έστειλε μήνυμα με τον Ταξίλη. Ο Ταξίλης πλησίασε έφιππος τον ελέφαντα του τραυματισμένου Πώρου, ο οποίος βλέποντας τον παλιό εχθρό του και σύμμαχο του εισβολέα, αντί να ακούσει το μήνυμα, προσπάθησε να σκοτώσει τον Ταξίλη.

Ο Πώρος έδειξε την ίδια διάθεση και στους άλλους απεσταλμένους του Αλεξάνδρου, ώσπου του έστειλε τον Μερόη, έναν παλιό φίλο του και τότε δέχθηκε να συναντήσει τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος εντυπωσιάσθηκε από το ανάστημα και το φρόνημα του Πώρου, του πρώτου Ινδού, που εκτός από γενναιότητα έδειξε και στρατηγική επάρκεια. Τον ρώτησε πώς ήθελε να του συμπεριφερθεί, κι εκείνος απάντησε «Βασιλικά». «Αυτό θα το κάνω για τη δική μου φήμη» είπε ο Αλέξανδρος «εσύ ζήτα μου ό,τι θέλεις». «Το έκανα ήδη» απάντησε ο Πώρος. Λέγεται ότι όση εντύπωση έκανε στον Αλέξανδρο η υπερηφάνεια του Γανδάριου βασιλιά, ώστε τον άφησε ηγεμόνα σε περιοχή μεγαλύτερη από αυτήν, που είχε πριν από τη μάχη. Κατά τον Πλούταρχο του έδωσε πέντε έθνη, 5.000 αξιόλογες πόλεις και πάρα πολλά χωριά από τους αυτόνομους Ινδούς, που υπέταξε στη συνέχεια. Η πραγματικότητα ίσως είναι ότι λόγω της στρατηγικής επάρκειας, που επέδειξε ο Πώρος, ο Αλέξανδρος πείσθηκε ότι μπορούσε να κάνει μία στρατηγική συμμαχία μαζί του.

Η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου προς τον Πώρο οφειλόταν βέβαια στον χαρακτήρα του και στον θαυμασμό που αισθανόταν για τους γενναίους αντιπάλους του, αλλά προπαντός σε πολιτική σκοπιμότητα. Αν κέρδιζε τη φιλία ενός γενναίου αντιπάλου και εξασφάλιζε στη μακρινή εκείνη περιοχή τη συμμαχία ενός ισχυρού βασιλιά, κατοχύρωνε με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τις μετακινήσεις του, καθ’ ον χρόνο μάλιστα σκόπευε να προχωρήσει προς Ανατολάς. Πέτυχε έτσι πραγματικά ό Αλέξανδρος τη φιλία και τη συμμαχία του Πώρου, ο οποίος του έμεινε πιστός. Τον συμφιλίωσε μάλιστα και με τον Ταξίλη, για να βρίσκονται σε καλές σχέσεις οι δύο ισχυροί σύμμαχοί του, οπότε η ασφάλεια του θα ήταν περισσότερο σταθερή σε εκείνες τις περιοχές. Μετά τη μάχη ετάφησαν οι νεκροί με τις δέουσες τιμές και ο Αλέξανδρος τίμησε κατά την αξία τους όσους ανδραγάθησαν, έκανε επινίκιες θυσίες στους θεούς και οργάνωσε γυμνικούς και ιππικούς αγώνες στην όχθη του Υδάσπη στο σημείο που πέρασε με τον στρατό.

Διέταξε ακόμη να κτισθούν δύο πόλεις, η μία στο πεδίο της μάχης και η άλλη στο σημείο από όπου ξεκίνησε και πέρασε τον ποταμό. Την πρώτη την ονόμασε Νίκαια, για να δοξάσει τη νίκη του εναντίον των Ινδών, την άλλη Βουκεφάλα ή Βουκέφαλα, κατά τον Αρριανό, Βουκεφαλίαν κατά τον Πλούταρχο, στη μνήμη του ίππου του Βουκεφάλα, που άφησε την τελευταία του πνοή εκεί από τη ζέστη και την ηλικία (ήταν γύρω στα τριάντα) αφού είχε πολύ ως τότε κακοπαθήσει και συγκινδυνεύσει με τον Αλέξανδρο, όπως γράφει ο Αρριανός. Κατόπιν ο Αλέξανδρος, αφού άφησε εκεί τον Κρατερό να κτίσει τις δύο πόλεις, βάδισε προς τα βορειοανατολικά για να υποτάξει τους Γλαύσες (ή Γλαυγανίκες) έναν ορεινό λαό στα σύνορα του Κασμίρ.

Πηγές:

1. Το παρόν ως επί το πλείστον αποτελεί αναδημοσίευση άρθρου του κου Λυκούργου Αρεταίου οικονομολόγου – ιστορικού.

2. http://www.alexanderofmacedon.info/

Βιβλιογραφία

-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Δ’ Μέγας Αλέξανδρος – Ελληνιστικοί Χρόνοι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1973.

-Φλάβιος Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, 20 / UTOPIA / ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012

τόμος 3, βιβλίο πέμπτο – έκτο, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις Κάκτος.

-Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι: Βίος Αλεξάνδρου, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις Κάκτος.

-Γεωργίου Παπαντωνίου, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αλέξανδρος, τόμ. Δ’, Αθήνα 1979.

-Σπυρίδωνος Λάμπρου, Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Β’, Εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα, 1998.

-Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 6, 362-323 π.Χ., Εκδόσεις: National Geographic Society, 2009-2010,’ Αθήνα.

-Paul Cartledge, Alexander the Great, The Hunt for a New Past, Pan Books, Macmillan Editions, London, 2005.

-J.B. Burry and Russel Meiggs, A History of Greece, To the Death of Alexander the Great, Macmillan Editions, London, 1975.

-Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική-ΙΖ Βιβλίο, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις Κάκτος.

-Robin Lane Fox, Alexander the Great, Pen-guin Books, England 1986.

-Καλλισθένους, Βίος Αλεξάνδρου του Μακεδόνος (πρόκειται περισσότερο για μυθιστόρημα παρά για ιστορική βιογραφία, με πλήθος ανακριβειών σε ό,τι αφορά μάλιστα και τη μάχη εναντίον του Πώρου), Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις Κάκτος, chilonas.com

-Peter Green: Alexander of Macedon, 356-323 B.C., A Historical Biography, University of California Press, London, 1992.

Τα Τρόπαια της Νίκης

$
0
0

Το τρόπαιοήταν σύμβολο νίκης που τοποθετείτο μετά τη μάχη στο σημείο ακριβώς εκείνο που ο εχθρός τράπηκε σε φυγή.

Το τρόπαιο ήταν ένα απλό ραβδί ή παλούκι ή σκελετός, στο οποίο κρεμούσαν εν είδη σκιάχτρου την στολή του εχθρού, την πανοπλία, κράνος, σπαθί και ασπίδα του.

Το ανδρείκελο αυτό παρέμενε για λίγο χρονικό διάστημα στον τόπο του για να ικανοποιηθούν τα αισθήματα των νικητών στρατιωτών και ως προειδοποίηση του εχθρού να μην ξαναγυρίσει.

Το συναντούμε στην τέχνη και την λογοτεχνία από τον 5ο αιώνα π.Χ. Το πρώτο τρόπαιο έστησαν οι Έλληνες μετά την μάχη του Μαραθώνα το 480 π.Χ. Από τότε έγινε έθιμο και αναφέρεται επανειλημμένα στα κείμενα του Πλούταρχου και Παυσανία, ενώ πέρασε στην καθημερινή γλώσσα των ανθρώπων. Κόσμησε νομίσματα και έγινε σύμβολο υπεροχής.

200 χρόνια αργότερα το συναντούμε στην γλυπτική, σε σφραγιδόλιθους, τερακότες, στις αγγειογραφίες, και γενικά στην τέχνη μέχρι και σε όλη τη Μεγάλη Ελλάδα.

Τον 3ο αιώνα π.Χ. υιοθετήθηκε και από τους Ρωμαίους και έγινε το κατεξοχήν σύμβολο της Ρωμαϊκής υπεροχής. Γνώρισε την ακμή του για διακόσια χρόνια μεταξύ του 100 π.Χ. και 100 μ.Χ., αλλά σιγά σιγά περιέπεσε σε αφάνεια και λησμονήθηκε πλήρως επί Ιουστινιανού από τον 6ο αιώνα και μετά.

Σπαρτιάτες της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου πανηγυρίζουν την νίκη τους στήνοντας τρόπαιο


Η Αφροδίτη της Μοργκαντίνα

$
0
0

Ένα αριστούργημα της τέχνης της Μεγάλης Ελλάδας που δεν είναι ευρέως γνωστό.

Το άγαλμα του 5ου αιώνα π.Χ., ύψους 2,2 μ., είχε κλαπεί από αρχαιοκάπηλους στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και αγοράστηκε το 1988 από το αμερικανικό μουσείο προς 18 εκατ. δολάρια, μέσω αγγλικού οίκου δημοπρασιών.

Η Ιταλία κατάφερε το 2007 να κερδίσει τον επαναπατρισμό της Αφροδίτης, όπως και άλλων 40 παράνομα εξαχθέντων αρχαίων αντικειμένων. Για τη μεταφορά του το άγαλμα κομματιάστηκε αλλά επανασυναρμολογήθηκε για την έκθεσή του με τη βοήθεια ειδικών.

Το αριστουργηματικό γλυπτό του 4ου αι. π.Χ. είχε έρθει στο φως κοντά στην τοποθεσία της αρχαίας Ελληνικής αποικίας της Μοργκαντίνα.

Η Αφροδίτη μεταφέρθηκε στο αρχαιολογικό μουσείο του Αντόνε, όπου οι Σικελοί θα μπορούν να το επισκέπτονται.

Ο Ζεύς ή Ποσειδών του Αρτεμισίου - 460 π.Χ.

$
0
0

Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα, αλλά και από τα λιγοστά πρωτότυπα χάλκινα αγάλματατης κλασικής περιόδου.

Είναι έργο χυτό, με υπερφυσικό μέγεθος και απεικονίζει το Δία ή τον Ποσειδώνα. Ο θεός παριστάνεται όρθιος, γυμνός, σε ευρύ διασκελισμό.

Παρά την αυστηρότητα της μορφής, η κίνηση είναι έντονη και η απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών ιδιαίτερα επιτυχής. Η γενειάδα του θεού είναι πλούσια και τα μακριά μαλλιά του μαζεύονται σε πλεξίδες γύρω από το κεφάλι, ενώ μπροστά πέφτουν σε κομψούς βοστρύχους γύρω από το μέτωπο.

Τα μάτια του, που δεν σώζονται, ήταν ένθετα από άλλο υλικό. Το αριστερό του χέρι είναι τεντωμένο μπροστά, ενώ με το ανυψωμένο δεξί χέρι θα κρατούσε τον κεραυνό ή την τρίαινα.

Στην πρώτη περίπτωση ταυτίζεται με το Δία, που είναι και το πιθανότερο, ενώ στη δεύτερη με τον Ποσειδώνα. Είναι έξοχο δείγμα του αυστηρού ρυθμού της αρχαίας ελληνικήςπλαστικής, και αποδίδεται σε ικανότατο δημιουργό, ίσως στο διάσημο γλύπτη Κάλαμι.

Ο συμβολισμός του Διπλού Πέλεκυ

$
0
0

Ο διπλός Πέλεκυς

¨Κάθε νίκη πάνω στον εαυτό μας είναι ένα χτύπημα για τον Μινώταυρο και ο μεγάλος θάνατός του είναι η τελική νίκη πάνω στον εαυτό μας.

Συμβολισμός:

Ο διπλός πέλεκυς είναι έμβλημα των Ουρανίων θεών, σύμβολο δύναμης και κατανίκησης του λάθους. Αντιπροσωπεύει την ιερή ένωση του Ουράνιου θεού και της Γήινης θεάς, σύμβολο ιερογαμίας. Από τα Μινωικά θρησκευτικά σύμβολα είναι το κυριότερο και είναι γνωστότατο, όπως ο σταυρός στον χριστιανισμό, αν και οι περισσότεροι από τους ερευνητές του Μινωικού Πολιτισμού θεωρούν τον πέλεκυ κάτι περισσότερο από σύμβολο, τον θεωρούν ενσάρκωση της ίδιας της Θεότητας.

Σύμβολο της Πνευματικής Αθανασίας και της Σοφίας του Ιερού Ζεύγους Ουρανού και Γής (Ηλιος – Σελήνη), σύμβολο της ενωμένης τους Δύναμης πάνω στην Γή, στους Εσωτερικούς βαθμούς των Κρητικών Μυστηρίων είχε την σημασία της ένωσης των δύο δυνάμεων της Φύσης, της Παραγωγικής και της Γονιμοποιού. Το σημαντικότερο μέρος των Μεγάλων Μυστηρίων, με τις ενωμένες δυνάμεις της Θεάς Μητέρας και του Θείου συντρόφου της, σε μία Ιερή Ένωση, ήταν η απόκτηση από τους Μύστες του Χρυσού Διπλού Πέλεκυ.

Στο σχήμα που έχουμε με τους τρείς κόσμους , τους τρείς κύκλους, ο κεντρικός κύκλος αντιπροσωπεύει την Ψυχή σε εξέλιξη που μεταμορφώνεται και ο πιο πάνω το Πνεύμα. Βλέπουμε ότι τα μέρη που αποσπώνται από την σύνδεση των κύκλων μοιάζουν με Πελέκεις που έχουν διπλή κόψη. Ο διπλός Πέλεκυς συμβολίζει την διπλή κίνηση προς τα μέσα και προς τα έξω, που πρέπει να πραγματοποιείται από τον υποψήφιο στην Μύηση. Συνοψίζει τον Νόμο της Δράσης και της αντίδρασης που υπάρχει στη Φύση. Ονομάζεται και Λάβρυς που σχετίζεται με το “οργώνω” και από εκεί βγαίνει η λέξη λαβύρινθος= οίκος του λάβρυος.

Είναι όπλο και εργαλείο ταυτόχρονα για την Εσωτερική μάχη του ανθρώπου, επιτρέποντάς του να εισχωρήσει με ετοιμότητα στον “Λαβύρινθο” της ζωής. Είναι το μαγικό σύμβολο που επιτρέπει να χαραχθεί η Ατραπός της εξέλιξης, να βρεθεί και να σκαφτεί ο “Ιερός” χώρος μεταξύ του Ουρανού και της Γής. Βρίσκεται στο κέντρο του Λαβύρινθου, εκεί που γίνεται το πέρασμα του οριζόντιου κόσμου με τον κάθετο. Ο Λαβύρινθος είναι η σχηματική παράσταση του Σπηλαίου, του δρόμου-περάσματος από τον ένα κόσμο στο άλλο. Κάθε νίκη πάνω στον εαυτό μας είναι ένα χτύπημα για τον Μινώταυρο και ο μεγάλος θάνατός του είναι η τελική νίκη πάνω στον εαυτό μας.

Αυτή η προαιώνια κίνηση-αναζήτηση του ανθρώπου για το καλό και το κακό πάντα με γοήτευε. Όσο περνάει ο καιρός νιώθω ότι οι Έλληνες-ειδικά αυτοί, είμαστε επηρεασμένοι από την αρχαία μας παράδοση σε τούτα τα θέματα και ιστορικώς συνεπείς. Υπάρχει δηλαδή ιστορική συνέχεια στην εσωτερική μας αναζήτηση την καθόλα ελληνότροπη – ιλιαδοτροπούσα και κοινωνικώς συν-αμφοτέρα!*

Εκεί που οι περισσότεροι εκτός του καθ’ ημάς τρόπου, προσπαθούν μονοφυσίτικα να επιλέξουν τον ένα ή το άλλο δρόμο, οι Έλληνες βουτηγμένοι στην εμπειρία του αμμίξας (μίξης του καλού και κακού) επιλέγουν, άρα είναι ελεύθεροι και φυσικά όπως μας υπενθυμίζει ο Θουκυδίδης “ελεύθερον το εύψυχον”!

Έτσι και ο πέλεκυς, έτσι και ο δικέφαλος αετός, σύμβολα με δισδιάστατη έννοια, μας αποκαλύπτουν ότι ο άνθρωπος δεν ανέχεται να είναι μονοδιάστατος/στατικός σε μία και μόνη θέση! Αποκλείοντας κάθε άλλη πιθανή άποψη αποκλείει την ίδια του την υπόσταση – φύση ενώ παραμένει βαρετός.

Η Ψυχή και ο διπλός Πέλεκυς

Ο διπλός πέλεκυς είναι έμβλημα των Ουρανίων θεών, σύμβολο δύναμης και κατανίκησης του λάθους. Αντιπροσωπεύει την ιερή ένωση του Ουράνιου θεού και της Γήινης θεάς, σύμβολο ιερογαμίας.

Για τους Βουδιστές είναι ο καταστροφέας του τροχού της γέννησης και του θανάτου και για τους Κέλτες υποδηλώνει μία θεία ύπαρξη, έναν αρχηγό, έναν πολεμιστή. Στην Ρωμαϊκή εποχή ο Πέλεκυς των ραβδούχων είναι σύμβολο δικαιοσύνης. Από τα Μινωικά θρησκευτικά σύμβολα είναι το κυριότερο και είναι γνωστότατο, όπως ο σταυρός στον χριστιανισμό, αν και οι περισσότεροι από τους ερευνητές του Μινωικού Πολιτισμού θεωρούν τον πέλεκυ κάτι περισσότερο από σύμβολο, τον θεωρούν ενσάρκωση της ίδιας της Θεότητας.

Στις Ελληνικές αγγειογραφίες βλέπομε να τον κρατούν οι θεοί, και οι ιερείς, έτσι ώστε αποκτά μία θρησκευτική σημασία, διότι είναι ιερό σκεύος. Στην Κρήτη απεικονίζεται συνήθως πάνω από το κεφάλι της θεάς ή τον κρατά με τα δύο της χέρια.

Στην Αγία Τριάδα βρέθηκε Πέλεκυς που πάνω του είναι χαραγμένη η πεταλούδα σύμβολο της Ψυχής. Πολλές φορές παρουσιάζεται ο πέλεκυς με διπλές γωνιάσεις των ακμών και ο Evans ισχυρίζεται ότι παριστάνεται η ένωση του θείου ζεύγους μιας ηλιακής και μιας σεληνιακής θεότητας. Πολλές φορές επίσης ο πέλεκυς βρίσκεται στο κέντρο των “ιερών κεράτων. Στο σπήλαιο της Πατσού βρέθηκαν πήλινα κέρατα όπου έφεραν στην μέση έναν διπλό πέλεκυ. Είναι τα κέρατα του Ταύρου, όπου ο Evanς τα ονόμασε “κέρατα καθιερώσεως”, επειδή είναι τόποι καθιέρωσης όπου τοποθετούνται τα ιερά αντικείμενα, όπως η Αγία Τράπεζα στον Χριστιανισμό.

Συσχετίζονται επίσης και με την τελετουργική χειρονομία των υψωμένων χεριών, που τη συναντάμε και στην Αίγυπτο ή το σύμβολο του ανατέλλοντος Ήλιου μέσα από τα δύο βουνά. Αυτό υποστηρίζει ο Kristensen, που παρατηρεί ότι ο Ταύρος είναι σύμβολο της Γής που καρποφορεί και ότι οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν τα 4 άκρα της Γής “κέρατα της Γής”. Η Γή παραβάλλεται προς τον Ταύρο και ο διπλός Πέλεκυς με τον ήλιο,είναι ο ηλιακός δίσκος που βγαίνει από το μεγάλο όρος, το όρος της αφετηρίας των πηγών.

Σύμβολο της Πνευματικής Αθανασίας και της Σοφίας του Ιερού Ζεύγους Ουρανού και Γής (Ήλιος – Σελήνη), σύμβολο της ενωμένης τους Δύναμης πάνω στην Γή, στους Εσωτερικούς βαθμούς των Κρητικών Μυστηρίων είχε την σημασία της ένωσης των δύο δυνάμεων της Φύσης, της Παραγωγικής και της Γονιμοποιού. Το σημαντικότερο μέρος των Μεγάλων Μυστηρίων, με τις ενωμένες δυνάμεις της Θεάς Μητέρας και του Θείου συντρόφου της, σε μία Ιερή Ένωση, ήταν η απόκτηση από τους Μύστες του Χρυσού Διπλού Πέλεκυ.

Στο σχήμα που έχουμε με τους τρείς κόσμους, τους τρείς κύκλους, ο κεντρικός κύκλος αντιπροσωπεύει την Ψυχή σε εξέλιξη που μεταμορφώνεται και ο πιο πάνω το Πνεύμα. Βλέπουμε ότι τα μέρη που αποσπώνται από την σύνδεση των κύκλων μοιάζουν με Πελέκεις που έχουν διπλή κόψη. Ο διπλός Πέλεκυς συμβολίζει την διπλή κίνηση προς τα μέσα και προς τα έξω, που πρέπει να πραγματοποιείται από τον υποψήφιο στην Μύηση. Συνοψίζει τον Νόμο της Δράσης και της αντίδρασης που υπάρχει στη Φύση. Ονομάζεται και Λάβρυς που σχετίζεται με το “οργώνω” και από εκεί βγαίνει η λέξη λαβύρινθος= οίκος του λάβρυος.

Είναι όπλο και εργαλείο ταυτόχρονα για την Εσωτερική μάχη του ανθρώπου, επιτρέποντάς του να εισχωρήσει με ετοιμότητα στον “Λαβύρινθο” της ζωής. Είναι το μαγικό σύμβολο που επιτρέπει να χαραχθεί η Ατραπός της εξέλιξης, να βρεθεί και να σκαφτεί ο “Ιερός” χώρος μεταξύ του Ουρανού και της Γής. Βρίσκεται στο κέντρο του Λαβύρινθου, εκεί που γίνεται το πέρασμα του οριζόντιου κόσμου με τον κάθετο. Ο Λαβύρινθος είναι η σχηματική παράσταση του Σπήλαιου, του δρόμου-περάσματος από τον ένα κόσμο στο άλλο. Κάθε νίκη πάνω στον εαυτό μας είναι ένα χτύπημα για τον Μινώταυρο και ο μεγάλος θάνατός του είναι η τελική νίκη πάνω στον εαυτό μας. Για αυτό είναι απαραίτητο ο μαθητής να δαμάσει αυτό το όπλο, τον διπλό του Πέλεκυ, την Ψυχή του, ετοιμάζοντάς την με την διπλή εργασία την Εσωτερική και την Εξωτερική. Το να κάνουμε σωστές πράξεις και να έχουμε καθαρές σκέψεις, είναι το επίτευγμα μιας καλά δαμασμένης ψυχής, που έχει συμφιλιώσει τις αντιθέσεις κάνοντας εφικτή την “Ιερογαμία”.

«Ηράκλειον άμμα» ή κόμπος του Ηρακλή

$
0
0

Στη Βόρεια Ελλάδα παρατηρείται από την αρχαϊκή περίοδο µια ξαφνική άνθηση στην τέχνη του κοσμήματος. Από τα κτερίσματα της Νεκρόπολη Σίνδου, κοντά στη Θεσσαλονίκη, προέρχονται θαυμαστά δείγματα της µμακεδονικής χρυσοχοϊας που χρονολογούνται στο 2ο μισό του 6ου π.Χ. αιώνα. Χρυσά ταινιωτά ενώτια, µε συρµατερή δαντελωτή διακόσμηση, γνωστά ήδη από τους τάφους της Χαλκιδικής, χρυσά περιδέραια και επιστήθια κοσμήματα, ραβδόσχημα ελάσματα που κάλυπταν το στόμα του νεκρού µε έκτυπη φυτική διακόσμηση, ξαφνιάζουν µε τη λεπτότητα της εργασίας τους

Στη Βόρεια Ελλάδα η άνοδος του Φιλίππου Β'το 359 Π.Χ. στον θρόνο, σηματοδότησε µια νέα εποχή στην κοσµηµατοτεχνία, καθώς µε την αναδιοργάνωση του μακεδονικού κράτους και µε την προσάρτηση των περιοχών του όρους Παγγαίου και της πόλης Κρηνίδων, µε τα πλούσια ορυχεία χρυσού, δραστηριοποιήθηκαν πάλι τα μεταλλεία αυτής της περιοχής και έτσι η Μακεδονία ηγείται σαφώς πλέον της κοσµηµατοτεχνίας στον ελλαδικό χώρο. Από τον τάφο του Φιλίππου Β'στην Βεργίνα, προέρχονται τα ωραιότερα δείγματα της κοσµηµατοτεχνίας αυτών των χρόνων.

Φυσιοκρατικά και µε ευαισθησία αποδίδονται όλα τα θέματα, φυτικά τα πιο πολλά, τα οποία συνθέτουν πλούσιες, περίτεχνες δημιουργίες, όπως το χρυσό στεφάνι µμυρτιάς, ή το διάδημα µε τις βλαστόσπειρες και το ηράκλειον άµµα, θέμα πρωτοεμφανιζόμενο στην κοσμηματοτεχνία που θα επικρατήσει μαζί µε τα άλλα θέματα, όπως της Νίκης και του έρωτα, και στην επόμενη περίοδο, την Ελληνιστική. Το Ηράκλειον άµµαείναι ο κόμπος που συχνά συναντάται στο κόσμημα και δηλώνει το δέσιμο της ζωής με τον θάνατο μέσα από τη σύνδεση που επιτυγχάνει ο Ηρακλήςανάμεσα στους δύο κόσμους και βέβαια τον διττό χαρακτήρα του ήρωα (ημίθεος).

Πράγματι έναν ασυνήθιστο τύπο χρυσών στεφανιών, μοναδικό στον κόσμο, δημιούργησαν τα εργαστήρια χρυσοχοΐας της αρχαίας Μακεδονίας. Φτιαγμένα συνήθως με μεγάλα κλαδιά και πλούσια φυτικά στοιχεία, αποτελούν αληθινά κομψοτεχνήματα, δείγματα της ακμής του βασιλείου των Μακεδόνων, τα οποία κανείς τεχνίτης πουθενά αλλού δεν κατάφερε ποτέ να μιμηθεί. Λεπτοδουλεμένα, με μίσχους που κάποιες φορές δεν ξεπερνούν σε πάχος το ένα χιλιοστό, είναι άξιο θαυμασμού το γεγονός ότι αυτά το εύθραυστα αντικείμενα, έργα κυρίως του 4ου και του 3ου αιώνα π.Χ., επιβίωσαν ανά τους αιώνες. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τα στεφάνια διασώζονται διότι είναι φτιαγμένα από χρυσό, ένα υλικό που δε διαβρώνεται, ενώ επιπλέον δεν τσαλακώνονται, καθώς εντοπίζονται κατά κανόνα μέσα σε τάφους, οι οποίοι δε γεμίζουν με χώμα

Χρυσή ζώνη με ορεία κρύσταλλο και κλείσιμο Ηρακλείου κόμβουη επονομαζόμενη ''ζώνη της Αφροδίτης'' ! Φοριόταν διαγώνια στο στήθος ! 3ος -2ος αιώνας π.Χ. - Αρχαιολογικό μουσείο Αθήνας

Τα μακεδονικά εργαστήρια που επεξεργάζονταν το χρυσό έφτασαν κάποιες εποχές σε εντυπωσιακά επίπεδα ανάπτυξης της τεχνικής τους. Δείγματά της, εκτός από τα στεφάνια, αποτελούν τα κοσμήματα (περιδέραια, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια). Δυστυχώς δε γνωρίζουμε τα ονόματα των ανθρώπων που τα έφτιαξαν. Δεν υπέγραφαν ποτέ τη δουλειά τους διότι δε θεωρούσαν τους εαυτούς τους καλλιτέχνες, αλλά τεχνίτες. Καλλιτέχνης ήταν στην αρχαιότητα μόνο ο ζωγράφος και κάποιες φορές ο γλύπτης. Κι όμως, τι άλλο παρά καλλιτέχνης θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος από τα χέρια του οποίου βγήκε ένα στεφάνι όπως αυτό του 4ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε σε κιβωτιόσχημο τάφο στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης: η αρωματική μυρτιά, ιερό φυτό της θεάς Αφροδίτης και σύμβολο αθανασίας, υπήρξε η έμπνευση για το χρυσό αυτό στεφάνι, το οποίο υπήρξε προσωπικό αντικείμενο ενός λόγιου και πολεμιστή.

Μέσα στο πλούσιο φύλλωμα, λεπτοί συρμάτινοι μίσχοι στηρίζουν δύο ειδών άνθη με σέπαλα και πέταλα, καθώς κι ένα πλήθος από στήμονες. Στο κέντρο του στεφανιού, ένας σύνθετος κόμβος στηρίζει ένα κεντρικό κλαδί με οδοντωτά φύλλα, καθώς κι ένα διαφορετικό άνθος έξι πετάλων, τα οποία ακόμη σώζουν κυανό σμάλτο! Τα διαδήματα που είναι πλατιές ταινίες που φοριούνταν στο μέτωπο, μιμούνται πραγματικά φυτά, όπως η δρυς, η μυρτιά, η δάφνη, η ελιά και ο κισσός. Είναι λαλούντα σύμβολα των θεοτήτων με τους οποίους συνδέονταν. Η δρυς ήταν το ιερό φυτό του Διός, η μυρτιά της Αφροδίτης, ο κισσός του Διόνυσου. Τα στεφάνια φοριόνταν σε θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις. Μετά θάνατον, αποτελούσαν προσωπικό αντικείμενο του νεκρού και θάβονταν μαζί του.

Αρχαίο Ελληνικό διάδημα από τον Πόντο σε σχέδιο ηράκλειου κόμβου - 300 π.Χ. - Αρχαιολογική συλλογή Μονάχου

Η βασιλεία του Φιλίππου Β'στη Μακεδονία συμπίπτει µε το τέλος της κλασικής εποχής, ενώ η βασιλεία του Αλεξάνδρου και η εκστρατεία του στην Ανατολή σηματοδότησαν τη νέα αυτή περίοδο του ελληνικού πολιτισμού Κύρια χαρακτηριστικά της η επικράτηση του ελληνισμού σε ένα μεγάλο γεωγραφικό χώρο, η στενότερη επαφή µε τους πολιτισμούς της Ανατολής, η δημιουργία ενός δικτύου εμπορίου µε κέντρα τις ελληνικές πόλεις που ιδρύονται στα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής, και τέλος η αντικατάσταση των αξιών της κλειστής ελληνικής κοινωνίας της πόλης - κράτους από άλλες, αποτέλεσμα μιας κοσμοπολίτικης αντίληψης.

Η κατάκτηση της Ανατολής, η επιστροφή των Μακεδόνων στρατιωτών µε τα λάφυρα, δηλαδή τον περσικό χρυσό, στην πατρίδα τους, η στενότερη επαφή µε τους ανατολικούς πολιτισμούς, καθώς και η ανάπτυξη του εμπορίου επηρέασαν την ελληνιστική χρυσοχοϊα, της οποίας ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά είναι η επικράτηση μιας, κατά κάποιο τρόπο, κοινής αισθητικής αντίληψης σε ολόκληρο τον ελληνιστικό κόσμο με αποτέλεσμα την εξασθένηση των τοπικών παραδόσεων

Η πρώιμη ελληνιστική χρυσοχοϊα συμπίπτει µε την περίοδο της βασιλείας του Αλεξάνδρου και των Διαδόχων (περίπου 330-270 π.χ.. Τα κοσμήματα της πρώιμης ελληνιστικής εποχής φέρουν ακόμα τα µμορφολογικά χαρακτηριστικά της όψιμης κλασικής περιόδου, δηλαδή, διακοσμητικά θέματα εμπνευσμένα από τη φύση, βλαστόσπειρες, ρόδακες, καρποί, φύλλα άκανθας κ.ά., συνδυασμένα µε τις μορφές του Έρωτα και της Νίκης, καθώς και µε το «ηράκλειο άµµα», τον σχηματοποιημένο κόμπο του Ηρακλή, του μυθικού γενάρχη των Μακεδόνων. Τα κοσμήματα είναι περίτεχνα, αποτέλεσµα ακριβούς σχεδίασης ευαίσθητων, γεµάτων ζωή µορφών που διέπονται από αρµονία.

Οι τάσεις αυτές διακρίνονται ιδιαίτερα στα χαρακτηριστικά δαντελωτά διαδήματα και τα στεφάνια της περιόδου που συνεχίζουν την παράδοση της όψιµης κλασικής εποχής. Παραδείγματα αποτελούν τα διαδήματα από το νεκροταφείο του Σέδες κοντά στη Θεσσαλονίκη και τη Δημητριάδα του Βόλου, που χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 40υ αιώνα Π.Χ. Και τα δύο αποτελούνται από βλαστόσπειρες, φύλλα άκανθας, ανθέµια και άλλα φυτικά κοσμήματα, ενώ το κέντρο τους καταλαμβάνει το τυπικό για τον τύπο θέµα, το «ηράκλειον άµµα», και φτερωτός γυμνός Έρωτας.

Άλλο παράδειγμα της περιόδου αυτής είναι το στεφάνι µυρτιάς µε τον εντυπωσιακό ρόδακα και τα φυσιοκρατικά άνθη και φύλλα, από τον τάφο Δ του Δερβενίου που χρονολογείται στα τέλη του 40υ αιώνα π.χ., καθώς και τα σκουλαρίκια από τον τάφο Ζ του ίδιου νεκροταφείου που χρονολογούνται στην ίδια εποχή. Και στα τέσσερα παραδείγματα είναι εµφανής η φυσιοκρατική έµπνευση, η τάση προς πολυτέλεια και συγχρόνως η υπακοή σε ένα ακριβές σχέδιο και έναν ρυθµό.

Την ίδια εποχή άλλα διακοσμητικά θέµατα που εµφανίζονται στα σκουλαρίκια και στις απολήξεις των περιδεραίων και των βραχιολιών είναι τα κεφάλια ζώων, όπως το λιοντάρι, η αντιλόπη, η αίγα, ο λύκος, το ελάφι κ.ά., συχνά στολισμένα µε κέρατα και λοφία. Μερικά από τα θέµατα αυτά, όπως το λιοντάρι ή το ελάφι είναι αρχαϊκές και κλασικές δημιουργίες, ενώ τα αιλουροειδή µε τα κέρατα και τα λοφία είναι ανατολικής έµπνευσης, αποτέλεσµα της εκστρατείας του Αλεξάνδρου και της στενότερης επαφής µε τους ανατολικούς πολιτισμούς και εμφανίζονται κατά τις αρχές του 30υ αιώνα Π.Χ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιδέραιο του α'τέταρτου του 30υ αιώνα π.χ., από τάφο του νεκροταφείου στην περιοχή του Αιγινίου Πιερίας. Το περιδέραιο αποτελείται από αλυσίδα στην οποία παρεμβάλλονται πηνιόσχηµες χάντρες από χρυσό και ημιπολύτιμη πέτρα και έχει απολήξεις σε σχήμα κεφαλιού αιλουροειδούς - αντιλόπης - µε κέρατα και λοφίο, που παραπέμπει σε αχαιµενιδικά (περσικά) πρότυπα.

Ακόμη, κατά την περίοδο αυτή, τουλάχιστον στη Μακεδονία, δίπλα στις περίτεχνες δημιουργίες που βρίσκονται σε πλούσιους τάφους της αριστοκρατίας, εμφανίζονται και απλούστεροι τύποι κοσμημάτων σε όχι ιδιαίτερα πλούσιες ταφές. Το γεγονός αυτό εξηγείται και µε την προσωρινή πτώση της τιμής του χρυσού, μετά την εισροή περσικού χρυσού στη Μακεδονία, και από τα λάφυρα -χρυσό- που έφεραν οι Μακεδόνες στρατιώτες πίσω στις οικογένειές τους. Τέτοια παραδείγματα είναι τα απλά σκουλαρίκια µε τη λεοντοκεφαλή, τον Έρωτα ή τη Νίκη και τα απλά δακτυλίδια.

Πηγές:

Μπεττίνα Τσιγαρίδα, Δέσποινα Ιγνατιάδου, Ο χρυσός των Μακεδόνων, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων 2005

Μπεττίνας Τσιγαρίδα, Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά κοσμήματα, Τ α περίτεχνα κοσµήµατα µε τις ζωικές και φυτικές παραστάσεις διαδέχονται τα λιτά της ρωμαϊκής περιόδου, ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Καρυάτιδα του θησαυρού των Σιφνίων

$
0
0

Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 525 π.X. - Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Τέμενος του Απόλλωνα

Μία από τις δύο Καρυάτιδες, που κοσμούσαν το θησαυρό των Σιφνίων, από τα εντυπωσιακότερα μνημεία στο ιερό των Δελφών.

Ακολουθώντας τη δομή του θησαυρού των Κνιδίων, ο αρχιτέκτονας χρησιμοποίησε στη θέση των δύο εξωτερικών κιόνων αγάλματα με τη μορφή κόρης, που στέκονταν ανάμεσα στις παραστάδες του προνάου και στήριζαν το θριγκό.

Από τη μία διατηρείται μεγάλο μέρος του κορμού και το κεφάλι με τον πόλο (ή κάλαθο), ο οποίος διακοσμείται με ανάγλυφη διονυσιακή σκηνή μαινάδων και σιληνών. Η μορφή φοράει λεπτό χιτώνα και ιμάτιο με πλούσιες κάθετες πτυχές, ενώ έφερε και ένθετα μεταλλικά κοσμήματα, που στηρίζονταν στις κοιλότητες στα μαλλιά και στα αυτιά της.

Οι λεπτομέρειες της ενδυμασίας πρέπει να ήταν τονισμένες με χρώματα (κατά κύριο λόγο κόκκινο και μπλε, αλλά και πράσινο, ώχρα και χρυσαφί), προσδίδοντας εντυπωσιακό τόνο στο γλυπτό.

Τα χαρακτηριστικά του προσώπου διακατέχονται από μαλακό και αβρό πλάσιμο, προσφέροντας σημαντικά στοιχεία για την κυκλαδική και ειδικότερα την παριανή τέχνη στην υστεροαρχαϊκή περίοδο. Τα δύο όμοια αγάλματα θεωρούνται οι πρόδρομες μορφές των περίφημων Καρυάτιδων του Ερεχθείου στην Ακρόπολη των Αθηνών.

Η Ταφική Στήλη της Παραμυθίου

$
0
0

Η Ταφική Στήλη της Παραμυθίου και αριστερά επιχρωματισμένο αντίγραφο

Στον τάφο της νεαρής γυναίκας με το όνομα Παραμύθιον, που πέθανε ανύπαντρη, στήθηκε μία επιτύμβια στήλη (περ. 370 π.Χ.), που συνδύαζε στοιχεία από διάφορα ταφικά μνημεία καθώς και των προσφορών που απέθεταν σε αυτά. Μόνον η λουτροφόρος, αγγείο για το γαμήλιο λουτρό της νύφης, αποδόθηκε ανάγλυφα από τον καλλιτέχνη.

Η επίστεψη της στήλης, οι τυλιγμένες υφασμάτινες ταινίες που στολίζουν το μνήμα και τα μικρά αγγεία με έλαια για τις προσφορές στους νεκρούς, έχουν αποδοθεί ζωγραφικά. Διατηρούνται ίχνη κόκκινου (κιννάβαρι), μπλε (μπλε της Αιγύπτου) και χρυσοκίτρινου χρώματος. Η φωτογράφηση με υπεριώδη φωτισμό δείχνει καθαρά όλες τις λεπτομέρειες μέχρι και την αναδιπλωμένη απόληξη της υφασμάτινης ταινίας που είναι τυλιγμένη γύρω από το λαιμό του αγγείου. Εδώ, κατά την εφαρμογή του χρώματος, έχει γίνει προσπάθεια να αποδοθεί με φωτοσκίαση η πλαστικότητα του αγγείου.

Σε μεγάλη πήλινη λήκυθο, κατασκευασμένη γύρω στο 400 π.Χ., αναγνωρίζεται παρόμοια εξελικτική φάση: η επιδερμίδα του άνδρα έχει αποδοθεί με φωτοσκίαση, σε αντίθεση με τη ζωγραφισμένη με μπλε χρώμα επιτύμβια στήλη που παριστάνεται πίσω του. Με βάση την παράσταση αυτή έγινε η αναπαράσταση της σκηνής της γυναίκας και του άντρα που δίνουν τα χέρια στο αντίγραφο της στήλη της Παραμυθίου.

Εξέταση τον πρωτότυπου: Doerner Institut 1960 Christian Wolters, Vinzenz Brinkmann, Doris Lauenstein, Richard Posamentir

Ανάλυση και σχεδιασμός: Christian Wolters, Vinzenz Brinkmann, Doris Lauenstein, Richard Posamentir

Αντίγραφο της στήλης σε μάρμαρο: Olaf Herzog

Ζωγραφική απόδοση: Ulrike Koch-Brinkmann

Φυσικά ψήγματα που εφαρμόστηκαν με την τεχνική της τέμπερας:

Μπλε: Αιγυπτιακό μπλε

Κόκκινο: Κιννάβαρι

Πράσινο: Μαλαχίτης

Κίτρινο: Ώχρα

Καφέ: Ώχρα

Χρώμα δέρματος: Ώχρα. Λευκό Μολύβδου

Ο έφηβος των Αντικυθήρων

$
0
0

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών

Η Ζωντάνια και η διαχρονικότητα της ελληνικής τέχνης συμπυκνώνεται ολάκερη σ αυτό το βλέμμα….

2500 χιλιάδες χρόνια κι ακόμα Έφηβος …. για πάντα Έφηβος!

Ο έφηβος των Αντικυθήρων!

Χάλκινο άγαλμα νέου, από τη θάλασσα των Αντικυθήρων (340-330 π.Χ.)

Το άγαλμα βρέθηκε το 1900 σε αρχαίο ναυάγιο στη θάλασσα των Αντικυθήρων. H μορφή ταυτίζεται είτε με τον Περσέα που κρατούσε το κεφάλι της Μέδουσας είτε, το πιθανότερο, με τον Πάρι που θα κρατούσε το «μήλον της Έριδος» για να το προσφέρει κατά τη στιγμή της κρίσης στην ωραιότερη θεά, την Αφροδίτη.

Στην όλη δομή του έργου, είναι έντονη η μυϊκή διάπλαση. Kατά πάσα πιθανότητα αποτελεί δημιούργημα του Σικυώνιου γλύπτη Ευφράνορα. (Ύψος 1,96μ.)


Η επιτύμβια στήλη της Ηγησούς

$
0
0

Aπό τις ωραιότερες αττικές επιτύμβιες στήλες της κλασικής περιόδου, έξοχο δείγμα του πλούσιου ρυθμού. Έχει σχήμα ναΐσκου που επιστέφεται από αέτωμα με ανθεμωτά ακρωτήρια. Tο μεγαλύτερο τμήμα της στήλης καταλαμβάνει η μορφή της νεκρής Hγησούς, κόρης του Προξένου, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή, που έχει χαραχθεί στο οριζόντιο γείσο του αετώματος. H Aθηναία δέσποινα παριστάνεται καθισμένη σε κομψό κάθισμα (κλισμό), στραμμένη προς τα αριστερά, με τα πόδια ακουμπισμένα σε υποπόδιο. Φοράει χιτώνα, ιμάτιο και διάφανη καλύπτρα στο κεφάλι και με το δεξί της χέρι παίρνει ένα κόσμημα (πιθανότατα ζωγραφισμένο) από την ανοιχτή κοσμηματοθήκη (πυξίδα) που της προσφέρει η νεαρή δούλη απέναντι της. H δούλη φοράει βαρβαρικό ένδυμα με μακριά μανίκια και δίχτυ στα μαλλιά. Ίχνη γαλάζιου χρώματος σώζονται στο βάθος της παράστασης. Eντύπωση προκαλέι η θλίψη που αποπνέουν τα πρόσωπα των δύο γυναικών. Πρόκειται για έργο σημαντικού γλύπτη, πιθανόν του Kαλλίμαχου.

Στον Κεραμεικό βρισκόταν κατά την αρχαιότητα το δημόσιο νεκροταφείο της Αθήνας. Πήρε το όνομα του από τον δήμο των Κεραμέων, που ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη, τα οποία ενώνονταν με δύο πύλες “Το Δίπυλο” και την “Ιερά Πύλη”. Εντός του Θεμιστόκλειου τείχους βρισκόταν o οικισμός και στο εξωτερικό ήταν οι τάφοι των επιφανέστερων πολιτών της αρχαίας Αθήνας.

Τους τάφους στα αρχαϊκά χρόνια φρόντιζαν να κοσμούν ψηλές επιτύμβιες στήλες,που αποτελούσαν σημαντικά έργα τέχνης. Ήταν τοποθετημένες κοντά στο ποταμό Ηριδανό, στην οδό των ταφών. Σπουδαίοι καλλιτέχνες της Αθήνας αναλάμβαναν να φιλοτεχνήσουν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες για ιδιώτες.

Η κατασκευή τους είχε απαγορευτεί για ένα διάστημα, τέλη του 6ου αιώνα από τον Κλεισθένη για να περιοριστεί η σπατάλη χρημάτων και η επίδειξη πλούτου των αριστοκρατών. Οι τάφοι είχαν καταλήξει να αποτελούν σύμβολο οικονομικής ανισότητας μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων.

Αργότερα τον χρυσό αιώνα της Αθήνας ξεκίνησε ξανά η κατασκευή τους. Πλέον οι γλύπτες των επιτάφιων μνημάτων, αντί για την κοινωνική θέση των θανόντων τους παρουσίαζαν πιο απλούς ανάμεσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Κάθε μια στήλη είχε μια γαλήνια συχνά χαμογελαστή μορφή του νεκρού σε πλάγια όψη.

Η πιο γνωστή είναι η αττική επιτύμβια στήλη της Ηγησούς, που ανακαλύφθηκε το 1870 σε έναν οικογενειακό ταφικό περίβολο στο νεκροταφείο του Κεραμεικού.

Το μόνο που γνωρίζουμε για τη ζωή της όμορφης Αθηναίας, είναι ότι ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, κόρη του Πρόξενου και ο θάνατος τη βρήκε σε μικρή ηλικία, περί το 410 π.Χ.

Η Ηγησώεικονίζεται να κάθεται και να κοιτάει για τελευταία φορά τα κοσμήματα της. Φοράει ένα λευκό χιτώνα και από πάνω ένα ιμάτιο. Μπροστά της κάθεται μια δούλη που κρατά μια κοσμηματοθήκη και φαίνεται στενοχωρημένη για τον επικείμενο θάνατο της κοπέλας. Η Ηγησώέχει πάρει ένα από τα κοσμήματα της και το κοιτά νοσταλγικά.

Η συγκεκριμένη επιτύμβια στήλη θεωρείται από τις ομορφότερες που ανακαλύφθηκαν μέχρι σήμερα. Γλύπτης του έργου φέρεται να ήταν ο Καλλίμαχος. Η Ηγησώαποπνέει μια συγκρατημένη θλίψη και γαλήνη παρά τον θάνατο που την περιμένει.

Ο Κωστής Παλαμάς την εξύμνησε στο ποίημα του “Ηγησώ”:

«Εμέ με κράζουν Ηγησώ διαβάτη, εμπρός μου στέκει η νέα παρθένα, το λευκό μισανοιγμένο μόλις κρίνο. Παρθένα μυρτοστόλιστη κι απ’ όνειρα γεμάτη/ με παίρνει από τη γην αυτή, με φέρνει σ’άλλο κόσμο… Δε μ’ έριξε στα Τάρταρα, δε μ’άφησε στον Άδη. Μακαρισμένη, αθάνατη μ’ανάστησε για πάντα/ στα Μαρμαρένια Ηλύσια της Τέχνης…»

Το 317 με 307 π.Χ η γλυπτική των επιτύμβιων στηλών παράκμασε καθώς θεσπίστηκε νόμος κατά της πολυτέλειας των ταφών από τον Δημήτριο τον Φαληρέα.

Το τραγικό τέλος του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας. Ο Διόδωρος έγραψε ότι ήταν τόσο φρικτό που ξεπερνά κάθε φαντασία

$
0
0

Το τέλος του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας, Περσέα, ήταν τόσο φρικτό που ο ιστορικός Διόδωρος γράφει πως ξεπερνάει κάθε φαντασία.

Στην αρχή, οι Ρωμαίοι τον φυλάκισαν σε υπόγειο κάτεργο στην Άλβα Φουκέντια. Εκεί ήταν φυλακισμένος μαζί με τα παιδιά του και πολλούς ακόμα καταδικασμένους σε θάνατο. Η βρώμα από τα περιττώματα και τα  σαπισμένα φαγητά ήταν τόσο ανυπόφορη, που κανένας δεν μπορούσε να σταθεί κοντά στο κελί. Παρόλο που τους έριξαν ένα σπαθί και ένα σχοινί, ο βασιλιάς αρνιόταν να δώσει τέλος στη ζωή του.

Τελικά, η Σύγκλητος αποφάσισε να τον απελευθερώσει και να τον έχει απλώς υπό ισχυρή φρούρηση.

Αφού πέρασε δύο χρόνια ασφαλής, ο Περσέας νόμισε ότι η τύχη είχε γυρίσει με το μέρος του και άρχισε να χλευάζει τους φρουρούς του. Εκείνοι τον τιμώρησαν κρατώντας τον ξύπνιο μέχρι που πέθανε από έλλειψη ύπνου. Αυτό συνέβη το 165 με 162 π.Χ. Από άλλου είδους αϋπνία, υπέφερε και ο φίλος του αυτοκράτορα Αυγούστου, Γαίος Μαικήνας, το αρχέτυπο όλων των μαικήνων.

Σύμφωνα με τον Πλίνιο, τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μαικήνας δεν κοιμήθηκε καθόλου επειδή έπασχε από χρόνιο πυρετό.

Η εκτέλεση του αρχιτέκτονα

Το 130 μ.Χ. ο  Αδριανός εκτέλεσε τον αρχιτέκτονα Απολλόδωρο.

Ήταν η εκδίκηση  του για προσβολή που είχε δεχτεί χρόνια πριν. Κάποτε, πριν γίνει αυτοκράτορας, έψαχνε να βρει τον αρχιτέκτονα. Τη στιγμή που τον εντόπισε εκείνος έδειχνε κάποια έργα του στον αυτοκράτορα Τραϊανό.

Ο νεαρός Αδριανός μπήκε στην κουβέντα αλλά ο αρχιτέκτονας τον διέκοψε  αμέσως. Του είπε να εξαφανιστεί και να μην μπερδεύεται σε πράγματα που δεν έχει ιδέα. Ο Αδριανός δεν του το συγχώρεσε ποτέ.

Ο «τζόκεϋ» του Αρτεμισίου

$
0
0

Είναι το μεγαλοπρεπέστερο χυτό άγαλμα αλόγου με αναβάτη, που σώζεται από την Ελληνική αρχαιότητα.

Ανασύρθηκε σε κομμάτια από αρχαίο ναυάγιο και έχει συμπληρωθεί στην ουρά και στο κέντρο του κορμού. Το άλογο αποδίδεται σε έντονο καλπασμό τη στιγμή του αγώνα.

Στο δεξιό μηρό του υπάρχει εγχάρακτη μορφή Νίκης, που κρατάει στεφάνι στα ανυψωμένα χέρια της, σφράγισμα σύνηθες σε καθαρόαιμα άλογα στην αρχαιότητα.

Η κίνηση και η ανατομία του ζώου αποδίδονται με τρόπο απόλυτα ρεαλιστικό. Ο αναβάτης είναι μικρός σε ηλικία και διαστάσεις, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δείχνουν ότι πρέπει να ήταν νέγρος. Η μικροσκοπική και άσχημη μορφή του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το υπερήφανο, μεγαλόσωμο ζώο.

Στρέφει προς τα αριστερά το κεφάλι του, και τα μαλλιά του είναι ατημέλητα. Φορεί σανδάλια και χιτωνίσκο που ανεμίζει από την ταχύτητα, ενώ στο αριστερό χέρι θα κρατούσε τα ηνία και στο δεξί το μαστίγιο.

Το άγαλμα, έργο άγνωστου γλύπτη, πρέπει να ήταν αφιερωμένο σε κάποιο σημαντικό ιερό.

Ελληνιστική περίοδος, περίπου 140 π.Χ. - Θαλάσσια περιοχή πλησίον ακρωτηρίου Αρτεμισίου Βόρειας Εύβοιας - μήκος: 2,90 μ., ύψος: 2,10 μ. - Εθνικό αρχαιολογικό μουσείο

This most thrilling cast statue of a horse and its rider was found in fragments in an ancient shipwreck. Part of the horse's tail and belly have been restored. A figure of Nike holding a wreath in her raised hands, a common brand for thoroughbreds in antiquity, is engraved on the animal's right thigh. The horse gallops with tremendous speed; its movement and anatomy are rendered with extreme realism. It is mounted by a very young African boy, whose tiny contorted figure and constricted face contrast with the animal's majestic presence. The boy wears sandals and a short chiton, which is blown back by the wind. He held reigns in his left hand and a whip in his right. The sculpture, whose creator remains unknown, was probably dedicated at an important sanctuary.

Αστρονομικές γνώσεις στα Κυκλαδικά Τηγανόσχημα: Οι πρώτοι υπολογιστές κύησης

$
0
0

Ημερολόγιο με βάση τη συνοδική περίοδο του πλανήτη Αφροδίτη, με πολλαπλές εφαρμογές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι του Αιγαίου την Πρωτοκυκλαδική Ι και ΙΙ περίοδο (δηλαδή από την 4η χιλιετία π.Χ.), σύμφωνα με εργασία του ερευνητή των Αιγιακών γραφών, Μηνά Τσικριτσή, του καθηγητή φυσικής διαστήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ξενοφώντα Μουσά και τον Δημήτρη Τσικριτσή, υποψήφιο διδάκτορα στο πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.

Η εργασία θα παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια των εργασιών του 21ου συνεδρίου της SEAC (Societe Europeenne pour l'Astronomie dans la Culture) με θέμα «Αστρονομία: Μητέρα του Πολιτισμού και οδηγός για το μέλλον», που θα διεξαχθεί στην αίθουσα «Ι. Δρακόπουλος» του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στην επιστημονική μελέτη παρουσιάζονται αποτελέσματα που βασίζονται σε μελέτη των συμβόλων που επαναλαμβάνονται στα τηγανόσχημααπό διάφορες περιοχές του Αιγαίου. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπολογίζουν το χρόνο με βάση την κίνηση του πλανήτη Αφροδίτη, αλλά και άλλων δύο πλανητών, του Δία και του Άρη, όπως επίσης και του Ηλίου.

===

Οι ερευνητές κατέληξαν στα συμπεράσματα αυτά μελετώντας τα κυκλαδικά τηγανόσχημα σκεύη, που εμφανίζονται στον Αιγαιακό πολιτισμό και έχουν διχαλωτή ή τετράπλευρη λαβή ενώ η «βάση» τους φέρει συνήθως εγχάρακτη διακόσμηση με ομόκεντρους κύκλους, απλές ή τρέχουσες σπείρες, ακτινωτά μοτίβα, ενίοτε δε και απεικονίσεις κωπήλατων πλοίων.

Όπως τονίζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Τσικριτσής, η πρώτη αναφορά για τον πλανήτη Αφροδίτη εμφανίζεται ιστορικά σε πινακίδα (Κ160 στο Βρετανικό Μουσείο) των βαβυλωνίων του 16ου αιώνα πΧ. Στην σελιδόσχημη επιγραφή επί βασιλιά Ammizadusa καταγράφονται 21 αναφορές εμφάνισης και εξαφάνισης της Αφροδίτης σε σχέση με καιρικά φαινόμενα. Η καταγραφή όμως των εξαφανίσεων της Αφροδίτης δεν συνδέεται με χρήση ημερολόγιου, όπως εμφανίζεται μετά από χιλιετίες (περίπου το 700 μ.Χ.) στους Μάγια που έχουν γνώση της περιόδου της συνόδου της των 584 ημερών.

Στην επιστημονική μελέτη παρουσιάζονται αποτελέσματα που βασίζονται σε μελέτη των συμβόλων που επαναλαμβάνονται στα τηγανόσχημα από διάφορες περιοχές του Αιγαίου. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπολογίζουν το χρόνο με βάση την κίνηση του πλανήτη Αφροδίτη, αλλά και άλλων δύο πλανητών, του Δία και του Άρη, όπως επίσης και του Ηλίου.

«Με δυο λέξεις υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι στο τέλος της Νεολιθικής εποχής, οι άνθρωποι στην Ελλάδα γνώριζαν ότι η Γη χρειάζεται 365 ημέρες για να κάνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο, η Αφροδίτη χρειάζεται 584 ημέρες να έλθει στο ίδιο σημείο του ουρανού (πχ σε σύνοδο με τη Γη), ενώ ο πλανήτης Δίας 399 ημέρες», τονίζει ο κ. Τσικριτσής.

Οι αστρονομικές γνώσεις των κατοίκων του Αιγαίου απεικονίζονται στα τηγανόσχημα και στις διάφορες πυξίδες (αγγεία) στις οποίες σημειώνουν τις κινήσεις των αστεριών και πλανητών.

Τα τηγανόσχημα, μάλλον, αποτελούν ένα είδος τέχνης, στα οποία φαίνεται ότι οι νεολιθικοί άνθρωποι τα χρησιμοποιούσαν για να συσχετίζουν δραστηριότητες και συμβάντα του βίου τους, της ύπαρξης τους και του περιβάλλον τους, με τις κινήσεις των πλανητών και ειδικά με την κίνηση του πλανήτη Αφροδίτη.

Στα τηγανόσχημα αγγεία, υπάρχει και ένα είδος συμβολικής, απλής, αλλά όχι απλοϊκής, γραφής που επιτρέπει στυλιζαρισμένα να εκφράζουν τις αστρονομικές γνώσεις, και αποτελούν ένα είδος πολύπλοκων ημερολογίων με πολλές εφαρμογές.

Όπως εξηγεί ο κ. Τσικριτσής, η Αφροδίτη εμφανίζεται πριν την ανατολή του Ήλιου για 263 ημέρες και στην συνέχεια μετά τη δύση του Ηλίου για άλλες τόσες ημέρες. «Οι 263 ημέρες αντιστοιχούν περίπου σε 9 σεληνιακούς μήνες (265 μέρες), που μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι αρχαίοι άνθρωποι συνδέουν με την κύηση, την πρόβλεψη της γέννας και σε όλα τα τηγανόσχημα υπάρχει σχηματικά, αλλά πολύ ρεαλιστικά το αιδοίο», λέει ο ερευνητής και προσθέτει: «Υπάρχουν σε πάρα πολλά τηγανόσχημα αγγεία χαράξεις που αναλογούν στον αριθμό των ημερών της ανθρώπινης κύησης. Φαίνεται ότι στον Αιγαιακό πολιτισμό συσχέτιζαν την κίνηση της Αφροδίτης με το βιολογικό κύκλο της κύησης. Μεταξύ των άλλων αριθμών, που είναι γραμμένοι με την συμβολική αυτή γραφή, οι γυναίκες του Αιγαίου καθημερινά, πιθανώς έβαζαν ένα σημάδι με ένα χρώμα στα έκτυπα τρίγωνα ή μηνίσκους που υπάρχουν στα τηγανόσχημα, για να παρακολουθήσουν τον κύκλο της έμμηνου ρύσης τους. Με αυτό τον τρόπου μια γυναίκα μέσα σε 32 ημέρες θα μπορούσε να διαπιστώσει αν είχε μείνει έγκυος, εφόσον είχε καθυστέρηση των εμμήνων και στη συνέχεια να προσδιορίσει τον χρόνο της γέννας».

Στα τηγανόσχημα εμφανίζεται ο Ήλιος και το ηλιακό ημερολόγιο

Τα κτερίσματα της Πρωτοκυκλαδικής Ι και ΙΙ περιόδου από τη Νάξο 3200 - 2300 π.Χ είναι ενδιαφέροντα γιατί τα νεκροταφεία τους αντικατοπτρίζουν μία πλούσια κοινωνία που είχε πρόσβαση σε πολυτελή αγαθά κύρους, λέει ο κ. Τσικριτσής.

Στην περιοχή βρέθηκαν ειδώλια από παριανό μάρμαρο και μεταλλικά κοσμήματα που συνόδευαν τους νεκρούς. Αγγεία αυτού του τύπου βρίσκονται κυρίως σε τάφους, δεν λείπουν, όμως, και παραδείγματα από οικισμούς, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχαν χρήση και στην καθημερινή ζωή. Μαζί με τα τηγανόσχημα βρέθηκαν μικρά πήλινα δοχεία που περιείχαν χρώμα κόκκινο και γαλάζιο. Η ύπαρξη του χρώματος πιθανόν να συνδέεται άμεσα με τα τηγανόσχημα.

Από την πλευρά του ο κ. Μουσάς επισημαίνει πως «είναι φανερό από τις αναλύσεις των "γραμμένων"αριθμών στα τηγανόσχημα ότι παρατηρούσαν τις κινήσεις των πλανητών, κατέγραφαν την πορεία τους, γνώριζαν τη συνοδική τους περίοδο (όπου η Γη, ο πλανήτης και ο Ήλιος ξαναβρίσκονται στην ίδια ευθεία) και με αυτές τις κινήσεις, του Ηλίου, της Αφροδίτης, του Δία και του Άρη τηρούσαν ημερολόγια χρήσιμα για την ζωή τους».

Αξιοσημείωτο είναι ότι στα τηγανόσχημα η Αφροδίτη απεικονίζεται με οκτάκτινο αστέρι και συνδέεται με την οκταετηρίδα που χρησιμοποιούν οι Έλληνες (99 μήνες με δυο «Ολυμπιάδες» 49 και 50 σεληνιακών μηνών).

«Είναι φανερό, ότι οι άνθρωποι της εποχής εκείνης χρησιμοποιούσαν πολύπλοκα σεληνοηλιακά ημερολόγια, όπως αυτά που έχει ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων», τονίζει ο κ. Μουσάς.

Το συνέδριο, που θα διεξαχθεί από τη Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου έως την Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου, διοργανώνουν το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το Νομισματικό Μουσείο.

Η πέμπτη «Μαγεμένη» βρίσκεται ακόμη στην Θεσσαλονίκη!

$
0
0

Και όμως φαίνεται πως οι Γάλλοι δεν μας πήραν όλες τις Μαγεμένες. Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει ένα τμήμα μιας πέμπτης Μαγεμένης, το 1997 και έχουν εντοπίσει τον χώρο που πιθανόν να βρίσκεται το υπόλοιπο σώμα της, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρχουν και άλλες ακόμη.

Διαβάζοντας μια δημοσίευση από το 1997, οπότε και βρέθηκε το μαρμάρινο θραύσμα, επικοινωνήσαμε με τον Αρχαιολόγο και νυν Προϊστάμενο του τμήματος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων, Αρχαιογνωστικής Έρευνας και Μουσείων, κ. Αστέριο Λιούτα, που ταυτοποίησε το θραύσμα το οποίο έχει ήδη αναγνωριστεί από την διεθνή κοινότητα και αναφέρεται επισήμως, ενώ εκτίθεται από το 2006 στο Αρχαιολογικό Μουσείο.

Το μαρμάρινο θραύσμα βρέθηκε το απόγευμα της 11ης Ιουνίου 1997 κατά τη διάρκεια των εργασιών για την τοποθέτηση του δικτύου φυσικού αερίου στην οδό Ρογκότη. Είναι εδώ και πολλά χρόνια επιβεβλημένη η παρουσία αρχαιολόγου στη διάρκεια οποιασδήποτε εκσκαφής. Είναι σχεδόν βέβαιη η εύρεση αρχαίων σε κάθε εργασία εκσκαφής στο ιστορικό κέντρο της πόλης.

Από την πρώτη στιγμή κατάλαβαν ότι πρόκειται για κάτι ιδιαίτερο εξαιτίας της επιμελημένης εργασίας στο ανάγλυφο γυναικείο κεφάλι που ήταν ορατή ακόμη και πριν τον καθαρισμό και την συντήρησή του που έγινε αργότερα.
Τότε διαπιστώθηκε η μεγάλη ομοιότητα με μια από τις ανάγλυφες μορφές που διακοσμούσαν ένα μνημείο στενά συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης. Πρόκειται για τη Στοά των Ειδώλων, η θέση της οποίας εντοπίζεται στα νοτιανατολικά της αρχαίας αγοράς.

Η ονομασία δόθηκε στο μνημείο λόγω των ιδιαίτερα εξέργων ανάγλυφων μορφών που διακοσμούσαν τις δύο πλευρές των πεσσών του άνω τμήματος της στοάς, οι οποίες άσκησαν με το κάλλος τους αδιάπτωτη γοητεία στους κατοίκους της πόλης, αλλά και στους επισκέπτες της επί αιώνες.

Η στοά είχε στο κάτω τμήμα της τη μορφή κορινθιακής κιονοστοιχίας και στο επάνω πεσσοστοιχίας με ανάγλυφες μορφές: στη μία πλευρά Μαινάδα, Διόνυσο, Αριάδνη και Λήδα και στην άλλη, την εξωτερική, Νίκη, Αύρα, Διόσκουρο και Γανυμήδη. Στο επιστύλιο της κιονοστοιχίας αυτής της πλευράς υπάρχει η κτητορική επιγραφή: …Ν ΓΕΓΕΝΗΜΕΝΟΝ ΥΠΟ… = (έργο)ν γεγενημένον υπό (όνομα χρηματοδότη). Η ακριβής θέση του μνημείου πιθανολογείται μεταξύ του ναού του Αγίου Νικολάου του Τρανού και του παρακείμενου χαμάμ (Λουτρά Παράδεισος). Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα τμήμα του μνημείου, που είχε ήδη ερειπωθεί πριν από το 1686 (πρώτη μνεία του από τον περιηγητή Graviers d’ Otieres), βρισκόταν στην αυλή εβραϊκού σπιτιού.

Η περιπέτεια του θραύσματος

Το θραύσμα που βρέθηκε στις εκσκαφές του Φυσικού Αερίου, προέρχεται από έναν πέμπτο πεσσό, που δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτούς του Λούβρου. Φαίνεται ότι ο πεσσός αυτός είχε καταρρεύσει μαζί με το μεγαλύτερο τμήμα του μνημείου κατά την διάρκεια κάποιου από τους μεγάλους σεισμούς που γνωρίζουμε ότι συνέβησαν στον 5ο ή στον 7ο αιώνα μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη. Όλες οι περιγραφές της στοάς από το 1686 και εξής αναφέρονται σε τέσσερις μόνο πεσσούς, αυτούς που μεταφέρθηκαν στο Λούβρο. Κατά πάσα πιθανότητα, μετά τον σεισμό, το θραύσμα καταχώθηκε ως οικοδομικό υλικό μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε ξαναβρέθηκε και ενσωματώθηκε σε κάποιο κτίσμα από αυτά που κάηκαν στη φωτιά του 1917. Ο εντοιχισμός αποδεικνύεται από τα ίχνη κονιάματος που υπάρχουν στην επάνω του επιφάνεια. Στη συνέχεια το θραύσμα καταχώθηκε μαζί με τα αποκαΐδια της πυρκαγιάς στην περιοχή του λιμανιού, για να έλθει για δεύτερη φορά στο φως με τις εκσκαφές για το Φυσικό Αέριο. Σύμφωνα με τον κύριο Λιούτα η θέση στην οποία πιθανά να βρίσκονται τα υπόλοιπα κομμάτια είναι στην Πλατεία Αρχαίας αγοράς, 70 βήματα πίσω από το άγαλμα του Βενιζέλου. Προηγούμενη εκτίμηση τοποθετούσε τη θέση του στο σημείο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή η παιδική χαρά της Πλατείας.

Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στο εγγύς μέλλον κάποιο σχέδιο ανασκαφής και δεν φαίνεται κάποια πιθανότητα χρηματοδότησης προς αυτήν την κατεύθυνση. Η πόλη έχει ήδη πολλές “ανοιχτές” ανασκαφές που περιμένουν χρηματοδότηση για να ανοίξει μια ακόμη. Παρόλα αυτά είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία που θα μπορούσε να απασχολήσει την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε βάθος χρόνου.

Ψηφιακή σύνθεση βασισμένη σε σχέδιο των J. Stuart- N. Revett και σε φωτογραφία του θραύσματος του πεσσού. Δρ. Ν. Σφήκας.

Η ταύτιση
Ο εικονογραφικός τύπος της Νίκης αποδίδει μια φτερωτή γυναικεία μορφή, που προβάλλει ανάλαφρη, σχεδόν αιωρούμενη, να ακουμπάει με τις μύτες των ποδιών της πάνω σε κάποιο πιθανώς σφαιρικό αντικείμενο. Είναι ντυμένη με μακρύ χιτώνα, που με πολλές πτυχές κολλάει στο σώμα, αφήνοντας να διαγράφονται τα περιγράμματα του και αποδίδοντας με τον τρόπο αυτό την ταχύτητα στο πέταγμα. Τα φτερά, τεντωμένα διαγωνίως προς τα πίσω, επιτείνουν την αίσθηση αυτή. Στα χέρια κρατάει γιρλάντα με φύλλα ή λουλούδια, τοποθετημένη οριζόντια λίγο πιο πάνω από τα γόνατα της.

(Για περισσότερα θέματα και πληροφορίες σχετικά με τις "Μαγεμένες"επισκεφθείτε το εξειδικευμένο blog"ΣΤΟΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ") Κύα Τζήμου

Πηγή: Α. Λιούτας- Μ. Μανδάκη, Τρία σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα της εντός τειχών Θεσσαλονίκης από τις εκσκαφικές εργασίες για το δίκτυο φυσικού αερίου. Θεσσαλονίκη – Η κρυμμένη πόλη

Viewing all 7763 articles
Browse latest View live