Σε καμία Ελληνική πόλη στην αρχαία Ελλάδα οι γυναίκες δεν απολάμβαναν την ίδια ελευθερία και κοινωνική θέση όπως οι Σπαρτιάτισσες. Μόνο στη Σπάρτη οι γυναίκες διέθεταν οικονομική δύναμη και επιρροή.
Τα κορίτσια ασχολούνταν με τον αθλητισμό και ελάμβαναν δημόσια εκπαίδευση εν αντιθέσει με άλλες πόλεις, όπου οι περισσότερες γυναίκες ήσαν τελείως αγράμματες.Ήταν οι μόνες Ελληνίδες για τις οποίες η πολιτεία είχε φροντίσει τη δημόσια εκπαίδευσή τους, η οποία έδινε κυρίαρχη θέση στη σωματική άσκηση....
Τα νιόπαντρα ζευγάρια συχνά δεν κοιμόντουσαν μαζί, ενώ υπήρχε η συνήθεια να ντύνεται η νύφη με αντρικά ρούχα.
Περιγράφει ο Πλούταρχος:
«Ο Λυκούργος (νομοθέτης και βασιλιάς της Σπάρτης) πρώτα σκληραγώγησε σωματικά τα κορίτσια βάζοντάς τα να τρέχουν, να παλεύουν, να πετάνε δίσκο και ακόντιο. Με αυτόν τον τρόπο τα έμβρυα που θα γεννιούνταν έκαναν μια δυνατή αρχή σε σφριγηλά σώματα και έτσι θα αναπτύσσονταν καλύτερα, ενώ οι ίδιες οι γυναίκες θα έφερναν σε πέρας την εγκυμοσύνη τους με σθένος. Απέρριψε κάθε σεμνοτυφία, την υπερπροστασία των παιδιών από τους γονείς και τη μαλθακότητα κάθε είδους. Ανάγκασε τα νέα κορίτσια το ίδιο όπως και τα αγόρια, να μεγαλώνουν συνηθίζοντας να κάνουν πορεία γυμνά, καθώς επίσης να χορεύουν και να τραγουδούν σε ορισμένες γιορτές μπροστά στους νέους άντρες και κάτω από τα βλέμματά τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κορίτσια μπορούσαν να κάνουν πειράγματα στα αγόρια κριτικάροντάς εποικοδομητικά τα λάθη τους. Δεν υπήρχε τίποτα αισχρό και ατιμωτικό στη γύμνια των κοριτσιών. Ήταν τελείως αθώα και δεν υπήρχε ίχνος ανηθικότητας. Αντιθέτως ενθάρρυνε την απλότητα, τον λιτό τρόπο ζωής και την άθληση δίνοντας στο γυναικείο φύλο μια γεύση ανδρικής γενναιότητας. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι γυναίκες να μιλούν και να σκέφτονται με τον τρόπο που λέγεται ότι μίλησε η γυναίκα του Λεωνίδα, η Γοργώ. Όταν κάποια γυναίκα ξένη της είπε, «εσείς οι Σπαρτιάτισσες είστε οι μόνες που μπορείτε να εξουσιάζετε τους άντρες» εκείνη της απάντησε «γιατί είμαστε οι μόνες που γεννάμε άντρες».
Το έθιμο της απαγωγής της νύφης
Υπήρχε επίσης δέλεαρ για τους άντρες να παντρευτούν. Οι παρελάσεις των κοριτσιών και η γύμνια στους αγώνες, που παρακολουθούσαν οι νέοι άντρες, παρακινούμενοι από μια ώθηση όχι πνευματικού τύπου, αλλά από μια ερωτική έλξη. Ο Λυκούργος στέρησε ορισμένα πολιτικά δικαιώματα σε εκείνους που έμεναν ανύπαντροι, αφού τους απέκλεισε από το θέαμα των γυμνοπαιδιών. Το έθιμο ήταν να απαγάγουν τις γυναίκες για να τις νυμφευθούν, όταν ήταν στην ακμή της νιότης τους και έτοιμες για γάμο.
Η αποκαλούμενη «νυμφεύτρια» αναλάμβανε το αιχμάλωτο κορίτσι. Πρώτα ξύριζε τελείως το κεφάλι της μετά την έντυνε με αντρικά ρούχα και σανδάλια και την ξάπλωνε μόνη της σε ένα στρώμα, στα σκοτεινά. Ο γαμπρός που δεν ήταν μεθυσμένος, αλλά νηφάλιος, έπρεπε πρώτα να δειπνήσει στο συσσίτιο και μετά μπορούσε να γλιστρήσει στο δωμάτιο, να λύσει τη ζώνη της και να τη μεταφέρει στο κρεβάτι...
Αφού περνούσε λίγη ώρα μόνο μαζί της, έπρεπε να αναχωρήσει διακριτικά για να κοιμηθεί εκεί όπου κοιμόταν συνήθως, δηλαδή μαζί με άλλους άντρες. Και αυτή ήταν η πρακτική που θα ακολουθούσε από τούδε και στο εξής. Μπορούσε να επισκέπτεται κρυφά τη νεόνυμφη, φοβισμένος και παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις, γιατί ήταν ντροπή να τον αντιληφθεί κάποιος στο σπίτι. Η νύφη ταυτοχρόνως μηχανεύονταν τεχνάσματα και τον βοηθούσε να καταστρώσει σχέδια, ώστε να μπορούν να συναντιούνται απαρατήρητοι τις κατάλληλες στιγμές.
Κι αυτό δε γινόταν για ένα μικρό διάστημα, αλλά όσο ήταν απαραίτητο μέχρι να αποκτήσουν παιδιά. Νωρίτερα δεν μπορούσαν να δουν τις γυναίκες τους στο φως της ημέρας. Τέτοιες συναντήσεις δεν ήταν μόνο μια άσκηση αυτοελέγχου και αυτοσυγκράτησης, αλλά σκοπό είχαν να είναι οι σύντροφοι γόνιμοι, πρόθυμοι για έρωτα και έτοιμοι για συνουσία, αντί να είναι κορεσμένοι και χλωμοί από την απεριόριστη ερωτική δραστηριότητα. Επιπλέον, κάποια άσβεστη φλόγα πόθου και αγάπης έμενε πάντα και στους δύο» Πλούταρχος, Βίος Λυκούργου...